- Βραζιλία
- Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας
Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ
Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ, τη Γουιάνα και τη Βενεζουέλα, στα Δ με την Κολομβία (ΒΔ), το Περού, τη Βολιβία, την Παραγουάη και την Αργεντινή (ΝΔ), στα Ν με την Ουρουγουάη, ενώ στα Α βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Στο έδαφος της Β. ανήκουν τα νοτιοαμερικανικά εδάφη που αποκτήθηκαν από την εποχή των μεγάλων θαλασσοπόρων. Από τότε χρονολογείται και η συμφωνία για τα όρια επιρροής Πορτογάλων και Ισπανών που ορίστηκαν στη ράγια, δηλαδή σε έναν μεσημβρινό στα δυτικά των Νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, που άφηνε ελεύθερο πεδίο στους Πορτογάλους μέχρι το εσωτερικό της ηπείρου, όριο που μετατοπίστηκε και οριστικοποιήθηκε στη συνέχεια από τη Συνθήκη της Τορντεσίλιας. Αλλά η Β. αναπτύχθηκε στις ακτές του Ατλαντικού και μόλις τον 19ο αι. οροθέτησε τα σύνορά της στο εσωτερικό, όπου την πορτογαλική αποικιοκρατία διαδέχτηκαν η ισπανική (σημερινές Ουρουγουάη, Αργεντινή, Παραγουάη, Βολιβία, Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα), η αγγλική, η ολλανδική και η γαλλική (οι παλαιότερες τρεις Γουιάνες, από τις οποίες έχει απομείνει μία γαλλική αποικία) διείσδυση. Προς τα βόρεια και προς τα δυτικά τα φυσικά σύνορα, λίγο ή πολύ απρόσιτα, προσδιορίζονται από το πέρασμα ανάμεσα στο αμαζονικό βαθύπεδο προς τον ορεινό όγκο της Γουιάνας και τα λιάνος του Ορινόκου· ο ποταμός Γκουαπορέ και οι βάλτοι του άνω ρου του Παραγουάη είναι τα όρια που συμφωνήθηκαν έπειτα από διαπραγματεύσεις με τα διάφορα κράτη, ήδη ανεξάρτητα, μεταξύ 1851 και 1928, σε ορισμένες περιπτώσεις με αυθαίρετες αποφάσεις. Προς τα νοτιοδυτικά, αντίθετα, δεν υπάρχουν πραγματικά φυσικά σύνορα και τα σημερινά όρια είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα πολέμων με τις γειτονικές χώρες.Η Ομοσπονδία της Βραζιλίας (Republica Federativa do Brasil) αποτελείται από 26 πολιτείες και το ομοσπονδιακό διαμέρισμα της πρωτεύουσας. Πιο συγκεκριμένα, οι πολιτείες αυτές, που απαρτίζουν τα 5 μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, είναι (σε παρένθεση η λατινική γραφή, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός της πολιτείας το 2000), στο Βόρειο διαμέρισμα (Norte, 3.869.634 τ. χλμ.): Άκρε (Acre, Ρίο Μπράνκο, 557.337), Αμαπά (Amapa, Μακαπά, 475.843), Αμαζόνας (Amazonas, Μανάους, 2.840.889), Παρά (Para, Μπελέμ, 6.188.685), Ροντόνια (Rondonia, Πόρτο Βέλιο, 1.377.792), Ροραΐμα (Roraima, Μπόα Βίστα, 324.152) και Τοκαντίνς (Tocantins, Πάλμας, 1.155.251)· στο Βορειοανατολικό διαμέρισμα (Nordeste, 1.558.196 τ. χλμ.): Αλαγκόας (Alagoas, Μακεϊό, 2.817.903), Μαρανιάο (Maranhao, Σάο Λουίς, 5.638.381), Μπαΐα (Bahia, Σαλβαδόρ, 13.066.764), Παραΐμπα (Paraiba, Ζοάο Πεσόα, 3.436.718), Περναμπούκο (Pernambuco, Ρεσίφε, 7.910.992), Πιαουί (Piaui, Τερεζίνια, 2.840.969), Ρίο Γκράντε του Βορρά ή ντο Νόρτε (Rio Grande do Norte, Νατάλ, 2.770.730), Σεαρά (Ceara, Φορταλέζα, 7.417.402) και Σεργκίπε (Sergipe, Αρακάζου, 1.779.522)· στο Νοτιοανατολικό διαμέρισμα (Sudeste, 927.284 τ. χλμ.): Εσπίριτο Σάντο (Espirito Santo, Βιτόρια, 3.093.171), Μίνας Γκεραΐς (Minas Gerais, Μπέλο Οριζόντε, 17.835.488), Ρίο ντε Τζανέιρο (Rio de Janeiro, Ρίο ντε Τζανέιρο, 14.367.225) και Σάο Πάολο (Sao Paulo, Σάο Πάολο, 39.966.527)· στο Νότιο διαμέρισμα (Sul, 577.213 τ. χλμ.): Παρανά (Parana, Κουριτίμπα, 9.558.126), Ρίο Γκράντε του Νότου ή ντο Σουλ (Rio Grande do Sul, Πόρτο Αλέγκρε, 10.178.970) και Σάντα Καταρίνα (Santa Catarina, Φλοριανόπολις, 5.333.284)· τέλος, στο Κεντροδυτικό διαμέρισμα (Centro-Oeste, 1.612.075 τ. χλμ.): Γκοϊάς (Goias, Γκοϊάνια, 4.994.897), Μάτο Γκρόσο (Mato Grosso, Κουιαμπά, 2.498.150), Μάτο Γκρόσο του Νότου ή ντο Σουλ (Mato Grosso do Sul, Κάμπο Γκράντε, 2.075.275) και Ομοσπονδιακή Περιοχή πρωτεύουσας (Distrito Federal, Μπραζίλια, 2.043.169). Πρωτεύουσα του κράτους είναι από το 1960, οπότε και αντικατέστησε το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Μπραζίλια. Η Β. είναι η μόνη νοτιοαμερικανική χώρα η οποία έχει ως επίσημη γλώσσα την πορτογαλική. Ομιλούνται επίσης η ισπανική, η γαλλική και η αγγλική καθώς και ιδιώματα από τους ιθαγενείς.
Το 55% του πληθυσμού αποτελούν οι λευκοί και ακολουθούν οι μιγάδες (38%) και οι Αφροαμερικανοί (6%).Η Β. είναι προεδρική δημοκρατία, με ομοσπονδιακό σύστημα. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1988, η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο της δημοκρατίας που εκλέγεται από τον λαό για 4 χρόνια. Τη νομοθετική εξουσία ασκούν η ομοσπονδιακή γερουσία και η βουλή των αντιπροσώπων. Η βουλή των αντιπροσώπων αποτελείται από 517 μέλη, τα οποία εκλέγονται με σύστημα αναλογικής κάθε 4 χρόνια. Τα μέλη της γερουσίας είναι 81. Κάθε πολιτεία εκλέγει από τρεις γερουσιαστές για θητεία 8 χρόνων. Το 1/3 ανανεώνεται έπειτα από 4 χρόνια και το υπόλοιπο των μελών έπειτα από άλλα τέσσερα. Η ψηφοφορία είναι προαιρετική για τους νέους 16-18 ετών και υποχρεωτική για όλους τους υπόλοιπους πολίτες, από 18 έως 70 ετών.
Σε ό,τι αφορά τις πολιτείες, καθεμία έχει τον εκλεγμένο κυβερνήτη της, το τοπικό κοινοβούλιό της και δική της δικαστική ιεραρχία. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, ενώ οι πολιτείες έχουν δικό τους σύνταγμα και νόμους που δεν πρέπει όμως να αντιβαίνουν τους ομοσπονδιακούς.Τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων συγκεντρώνουν κυρίως το Δημοκρατικό Κίνημα της Β., το Φιλελεύθερο Μέτωπο και το Προοδευτικό Κόμμα. Στη χώρα υπάρχουν συνολικά 11 μεγάλα κόμματα. Αρκετά δυναμικές όμως είναι και οι εξωκοινοβουλευτικές ομάδες όπως το Κίνημα των Ακτημόνων Εργατών, αριστερό κίνημα που πρόσκειται στην Εκκλησία, και το Κόμμα των Εργατών, τα οποία ασκούν πιέσεις προς την κυβέρνηση. Πρόεδρος της χώρας ανακηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 2002 ο Λουίς Ινάτσιο Λούλα ντα Σίλβα, πιο γνωστός ως Λούλα ντα Σίλβα.Επικεφαλής της δικαστικής ιεραρχίας βρίσκεται το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Β. που εδρεύει στην Μπραζίλια και αποτελείται από 11 μέλη που διορίζονται από τον πρόεδρο και εγκρίνονται από τη γερουσία. Είναι αρμόδιο για περιπτώσεις που αφορούν διαφορές ανάμεσα στις μεμονωμένες πολιτείες και ανάμεσα στην ομοσπονδία και τις πολιτείες. Παράλληλα με το δικαστήριο αυτό, λειτουργεί το ομοσπονδιακό δικαστήριο προσφυγών. Το στρατοδικείο από το 1965 έχει αρμοδιότητα να δικάζει και τα πολιτικά εγκλήματα. Υπάρχει επίσης εκλογοδικείο που ελέγχει τη λειτουργία των κομμάτων και των εκλογών, καθώς και εφετεία, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και εργατοδικεία. Ομοσπονδιακά δικαστήρια υπάρχουν σε κάθε πολιτεία και οι δικαστές τους εκλέγονται εφ’ όρου ζωής. Υπάρχουν επίσης και τα πολιτειακά δικαστήρια.Το 80% του πληθυσμού της Β. ακολουθεί τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ υπάρχουν επίσης σημαντικές μειονότητες προτεσταντών (πάνω από 7,5 εκατ.) καθώς και ορθοδόξων, Εβραίοι (120.000) κ.ά. Εξάλλου, 2 εκατ. δηλώνουν ότι πρεσβεύουν θρησκείες εμπνευσμένες από τον αφρικανικό ανιμισμό, μεταξύ αυτών και την αϊτινή βουντού (βλ. λ. Αϊτή).
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι από το 1889 χωρισμένη από το κράτος, εκτός από τη σύντομη παρένθεση 1934-46· ωστόσο, ασκεί μεγάλη επίδραση στη δημόσια ζωή της Β., αφενός διότι διαθέτει πάρα πολλές σχολές και πανεπιστήμια, και αφετέρου γιατί μεγάλο μέρος του κλήρου δεν διστάζει να καταγγέλλει την άθλια κατάσταση του λαού και να προτείνει επείγουσες και προοδευτικές λύσεις. Για τον λόγο αυτό στη δεκαετία 1965-75 ξέσπασαν μεγάλες αντιθέσεις τόσο στους κόλπους της Εκκλησίας όσο και ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Εκκλησία.Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 8 χρόνια και είναι υποχρεωτική. Η μέση διαρκεί 3 χρόνια. Περίπου οι μισές μέσες και ανώτερες σχολές είναι κρατικές και οι υπόλοιπες ιδιωτικές. Λειτουργούν συνολικά 127 πανεπιστήμια στη χώρα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται αυτά της Καθολικής Εκκλησίας και τα ιδιωτικά. Πάντως, ο αναλφαβητισμός εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός, από τους υψηλότερους στην ήπειρο (16,7% το 1995), που οφείλεται εν μέρει στους απομακρυσμένους πληθυσμούς της ενδοχώρας και του Αμαζονίου, αλλά και στις άθλιες συνθήκες των αστικών παραγκουπόλεων. Σε αντίθεση με τις άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, ο βραζιλιάνικος στρατός είναι από παράδοση ο προστάτης του συντάγματος και δεν αποτελεί στήριγμα για τις φιλοδοξίες του εκάστοτε δικτάτορα (καουντίλιο). Μέσο κοινωνικής ανόδου και πρώτος πραγματικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, ο στρατός άρχισε να πολιτικοποιείται στα χρόνια της πρώτης προεδρίας του Βάργκας (1930-45), από την οποία έγιναν συχνές οι παρασυνταγματικές λύσεις των κυβερνητικών κρίσεων.
Η Β. έχει επιτρέψει στις ΗΠΑ να διατηρούν βάσεις πυραύλων στο έδαφός της και σε αντάλλαγμα δέχεται οικονομική και τεχνολογική βοήθεια για την ενίσχυση του στρατού.
Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική για όλους τους άντρες από 18 έως 45 χρόνων και διαρκεί 12 μήνες. Ο συνολικός αριθμός των ενόπλων δυνάμεων ήταν 287.600 άτομα το 1999. Στον στρατό υπηρετούσαν 189.000, στο ναυτικό 48.600 και στην αεροπορία 50.000.Το σύστημα πρόνοιας διαφέρει από πολιτεία σε πολιτεία. Ο πρώτος νόμος για την κοινωνική πρόνοια ψηφίστηκε τη δεκαετία του 1930 και ισχύει μέχρι σήμερα με ορισμένες τροποποιήσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1970. Καλύπτει τόσο τον αστικό όσο και τον αγροτικό πληθυσμό και τους δημοσίους υπαλλήλους. Προβλέπει την ασφάλιση και τις συντάξεις των εργαζομένων, αν και περισσότερα προνόμια φαίνεται να προσφέρει στους αγρότες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο συνδικαλισμός στη Β. Τα σύγχρονα συνδικάτα οργανώθηκαν από τον Βάργκας το 1937 και έγιναν πολιτική δύναμη υπό την προεδρία του Γκούλαρτ, συσπειρωμένα στο Μέτωπο Λαϊκής Κινητοποίησης. Με το πραξικόπημα του 1964, με το οποίο οι στρατιωτικοί ανέλαβαν την εξουσία, σημειώθηκε μια απότομη αλλαγή: καταργήθηκε το δικαίωμα της απεργίας, ανεστάλησαν οι αρχαιρεσίες και όλη η οργάνωση τέθηκε υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οι συνδικαλιστικές ελευθερίες επανήλθαν με την επάνοδο της χώρας στη δημοκρατία το 1985.Το βραζιλιάνικο έδαφος αποτελείται από μια εκτεταμένη προκάμβρια βάση, τη βραζιλιάνικη ασπίδα, που αναδύεται σε πολλά μέρη, ενώ σε άλλα καλύπτεται από μεταγενέστερες ιζηματογενείς εναποθέσεις. Ο Αμαζόνιος, με τις προσχώσεις του, έχει χωρίσει την πανάρχαια αυτή ασπίδα σε δύο τμήματα: τη βραζιλιάνικη ασπίδα υπό τη στενή της έννοια και τη γουιανική ασπίδα. Τα αρχαιοζωικά εδάφη αναδύονται σε ένα τρίτο του εδάφους της Β. και είναι πολύ περίπλοκα από δομική άποψη: εμφανίζονται μαγματικά πετρώματα (γρανίτες και συηνίτες) και μεταμορφωσιγενή πετρώματα (γνεύσιοι, μαρμαρυγιοσχίστες, χαλαζίτες). Λιγότερο εκτεταμένα (4%) είναι τα πρωτεροζωικά (ή αλγκόνκεια), στα οποία επικρατούν μεταμορφωσιγενή πετρώματα, όπως μαρμαρυγιοσχίστες και χαλαζίτες: έχουν όμως μεγάλη σπουδαιότητα γιατί σε αντιστοιχία με τα εδάφη αυτά βρίσκονται τα κυριότερα κοιτάσματα χρήσιμων ορυκτών. Τα προκάμβρια εδάφη παρουσιάζουν συχνά διαφορετικές δομές, πράγμα που δείχνει εναλλαγές της διαβρωτικής δράσης και της ιζηματαπόθεσης· εξάλλου, υφίστανται συχνά τεκτονικές μετατοπίσεις και ρήγματα. Τα πιο αρχαία αυτά εδάφη καλύπτονται συχνά από ιζήματα, που καταλαμβάνουν άλλοτε μεγάλες συνεχείς εκτάσεις και άλλοτε μονάχα μικρές λεκάνες.
Ανάμεσα στις κυριότερες ιζηματογενείς περιοχές διακρίνονται: αυτή του Αμαζονίου, που είναι η πιο εκτεταμένη, με επικράτηση καινοζωικών εδαφών· η λεκάνη Μαρανιάο-Πιαουί, που αντιστοιχεί στην ιζηματογενή περιοχή του Ρίο Παρναΐμπα, με ιζήματα του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού· η λεκάνη του Ρίο Σάο Φρανσίσκο, με παλαιομεσοζωικά ιζήματα· η λεκάνη του Ρίο Παρανά, και αυτή με παλαιοζωικά και μεσοζωικά ιζήματα, στα οποία προστίθενται μεγάλες εκτάσεις λάβας· τέλος, η λεκάνη του παντανάλ (Ρίο Παραγουάης), με εδάφη του τεταρτογενούς. Η Β. είναι η πιο εκτεταμένη χώρα της Νότιας Αμερικής και, μολονότι καταλαμβάνει ένα τμήμα της ηπείρου χωρίς έκδηλες αρθρώσεις, χωρίς μεγάλα ανάγλυφα και δομικά σταθερό και ώριμο, δεν έχει γεωγραφική ενότητα, εφόσον περιλαμβάνει στο σύνολο ή κατά ένα μέρος διαφορετικές φυσικές περιοχές: ένα μεγάλο τμήμα του αμαζονικού βαθυπέδου, ένα μέρος του υψιπέδου της Γουιάνας, μεγάλο μέρος του υψιπέδου της Β., εκτεταμένες βαλτώδεις εσωτερικές ζώνες που ανήκουν στη λεκάνη του Παραγουάη και στο Τσάκο· δεν έχει καμιά σχέση, αντίθετα, με τον κόσμο των Άνδεων. Το σχήμα της, με σύνορα όχι πολύ αρθρωμένα, θυμίζει σε γενικές γραμμές το περίγραμμα της Νότιας Αμερικής, από το τρίγωνο της οποίας περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των πλευρών που συγκλίνουν στο ακρωτήριο Σάο Ρόκε.
Ο Ισημερινός περνά από τις εκβολές του Αμαζονίου και τέμνει τη Β. στο βόρειο τμήμα· ο Τροπικός του Αιγόκερω περνά από το Σάο Πάολο και το ακραίο νότιο τμήμα, στα σύνορα με την Ουρουγουάη, βρίσκεται σε νότιο γεωγραφικό πλάτος 33° 45’: μόνο οι πολιτείες Παρανά, Σάντα Καταρίνα και Ρίο Γκράντε ντο Σουλ (με μια περιοχή ίση με το 7% της ολικής επιφάνειας) βρίσκονται στη νότια εύκρατη ζώνη.
Το τοπίο παίρνει ύστερα διαφορετικές όψεις σε σχέση με τις διαφορές ανάμεσα σε κρυσταλλικά και ιζηματογενή εδάφη, που μπορούν να είναι διαφορετικής ηλικίας και καταλαμβάνουν κυρίως εκτεταμένα σύγκλινα. Επικρατούν οι πεδιάδες και τα υψίπεδα μέσου ύψους· τα μεγαλύτερα υψόμετρα είναι η Πίκο ντα Νεμπλίνα (3.014 μ.), στο υψίπεδο της Γουιάνας, και η Πίκο ντα Μπαντέιρα (2.890 μ.) στη Σέρα ντο Καπαραό (στα σύνορα μεταξύ των πολιτειών Μίνας Γκεραΐς και Εσπίριτο Σάντο).
Στη μορφολογία του βραζιλιάνικου εδάφους μπορούμε να διακρίνουμε τα υψίπεδα (πλανάλτος), που καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες εκτάσεις, τις πεδιάδες (πλανίσιες και μπαϊσάδας) και μερικά ανάγλυφα πιο ψηλά. Τα υψίπεδα είναι είτε κρυσταλλικά είτε ιζηματογενή· με τη σειρά τους, τα κρυσταλλικά είναι είτε πεδινά (όπως στα ΒΑ) είτε κυματοειδή. Και τα ιζηματογενή υψίπεδα, όμως, παρότι επικρατούν τα πεδινά χαρακτηριστικά, παρουσιάζουν διαφορετική φύση: στη νότια Β. αποτελούνται από ψαμμίτες και βασάλτες· στην κεντροδυτική περιοχή από κοιλάδες μάλλον εγκιβωτισμένες και στην περιφέρεια από διαδρόμους που οφείλονται στην κρυσταλλική απογύμνωση. Το κυριότερο υψίπεδο είναι το λεγόμενο βραζιλιάνικο, που εκτείνεται στα νότια του αμαζονικού βαθυπέδου και βρέχεται από τον Ατλαντικό· αυτό υποδιαιρείται σε διάφορες ενότητες και φτάνει το μεγαλύτερο ύψος στο ατλαντικό υψίπεδο, που περιλαμβάνει τις σέρας ντο Μαρ, ντα Μαντικέιρα, ντο Καπαραό και ντο Εσπινιάσο.
Οι πεδιάδες παρουσιάζουν και αυτές διαφορετικές όψεις: πότε αντιστοιχούν σε περιοχές πρόσφατης ιζηματαπόθεσης, πότε αποτελούν πεδινές περιοχές του πλειστοκαίνου και άλλοτε τέλος παρουσιάζονται σαν κυματοειδείς λόφοι, διαμορφωμένοι από τη διάβρωση.
Πιο ψηλές κορυφές εμφανίζονται εδώ κι εκεί τόσο στα κρυσταλλικά εδάφη όσο και σε ιζηματογενείς ζώνες. Τα κρυσταλλικά βουνά χαρακτηρίζονται από την παρουσία πιο ανθεκτικών πετρωμάτων (Σέρα ντο Εσπινιάσο), από αντερείσματα (Σέρα ντο Μαρ και ντα Μαντικέιρα) ή από πιο μέτριες διαφορές επιπέδων (ανατολική περιοχή της Σάντα Καταρίνα). Τα ιζηματογενή βουνά εμφανίζονται υπό μορφή υψιπέδων, περιορισμένων από αντερείσματα (σαπάδας) ή από κουέστας, που αντιπροσωπεύουν την παρυφή των υψιπέδων στο όριο περιφερειακών βαθυπέδων. Αξίζει να αναφέρουμε ύστερα την ασυμμετρία του ανάγλυφου, που παρουσιάζει τα μεγαλύτερα ύψη κοντά στον Ατλαντικό, ενώ χαμηλώνει κάπως αισθητά προς τα δυτικά.
Στη βορειανατολική Β. μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιοχές με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά: την καθαυτό βορειοανατολική (Νορντέστε) και μια περιοχή μετάβασης στην περιοχή του Αμαζονίου (Νορντέστε Οσιντεντάλ), στην οποία επικρατούν οι ιζηματογενείς πεδιάδες, με εδάφη πολύ αρχαίας ηλικίας, τα οποία διαρρέουν ποταμοί πλούσιοι σε νερά, και εναλλάσσονται με υψίπεδα που δεσπόζουν στη βάση κρυσταλλικών πετρωμάτων· η τελευταία αυτή αναδύεται με τη σειρά της σε πολλά μέρη.
Η παράκτια περιοχή, αποτελούμενη από εδάφη πρόσφατης προέλευσης, παρουσιάζει αναβαθμίδες (50-60 μ.) με μάλλον κεκλιμένες άκρες (που ονομάζονται μπαρέιρας), αλλά δεν λείπουν θίνες, παράκτιες λιμνοθάλασσες και σκόπελοι (ρεσίφες). Στα νότια του ακρωτηρίου Σάο Ρόκε η παράκτια παρυφή έχει πλάτος από 30 έως 60 χλμ., αλλά από τη Ρεσίφε περιορίζεται και συχνά τα κρυσταλλικά πετρώματα φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Στο παρελθόν, επικρατούσε το ατλαντικό τροπικό δάσος, αλλά αυτό εκφυλίστηκε κατά ένα μέρος και αντικαταστάθηκε από φυτείες ζαχαροκάλαμου και φοινικώνες, που θέλουν υψηλές θερμοκρασίες με άφθονες βροχοπτώσεις και προσαρμόζονται καλά στα αμμώδη εδάφη.
Η εσωτερική ζώνη (σερτάο), αντίθετα, αποτελείται κυρίως από ένα υψίπεδο κρυσταλλικών εδαφών, πεδινό ή ελαφρά κυματοειδές, που στο ανατολικό του τμήμα παίρνει την ονομασία υψίπεδο Μπορμπορέμα, κάπως πιο τραχύ μονάχα εκεί όπου αναδύονται πιο ανθεκτικά πετρώματα, όπως οι γρανίτες· ψηλότερο σημείο είναι η Σέρα Μπατουριτέ, που καλύπτεται από οργιαστική βλάστηση. Πάνω από τα κρυσταλλικά εδάφη έχουν εναποτεθεί μεγάλα στρώματα αρχαίων ιζηματογενών εδαφών, συχνά με πεδινές μορφές (σαπάδας), όμοια με την ισπανική μεσέτα. Οι ποταμοί έχουν τυπική χειμαρρώδη παροχή, επειδή η εξάτμιση είναι αξιοσημείωτη και τα κρυσταλλικά εδάφη απροσπέλαστα. Τα δάση δεν αποτελούν μια συμπαγή λωρίδα, αλλά διακόπτονται από ξέφωτα.
Η ανατολική περιοχή (Λέστε ή Σουντέστε) δεν παρουσιάζει ενιαίο χαρακτήρα, αλλά παίρνει διαφορετικές όψεις από μέρος σε μέρος. Εκτείνεται σε γεωγραφικό πλάτος από τις άγονες περιοχές της βορειοανατολικής περιοχής μέχρι τα νότια ανάγλυφα· ιδιαίτερα, η ορεογραφία περιλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του υψιπέδου της Β., με κυματοειδή και λοφώδη εδάφη που βρίσκονται γύρω στα 800-1.000 μ. Λείπουν οι πραγματικές οροσειρές· τα υψώματα (σέρας) είναι οι ανυψωμένες παρυφές του ίδιου του υψιπέδου, που διαμορφώθηκαν σε πρόσφατη γεωλογική εποχή (όπως κοντά στον Ατλαντικό, όπου δεν λείπουν τα ρήγματα) ή παρέμειναν στη θέση τους, χαραγμένα από ευρείες κοιλάδες στις οποίες ρέουν με κυριότερη κατεύθυνση από τα νότια στα βόρεια μερικοί σπουδαίοι παραπόταμοι του Αμαζονίου και του Ρίο Σάο Φρανσίσκο. Το κεντρικό τμήμα αποτελείται από το υψίπεδο του Μάτο Γκρόσο, από το οποίο διέρχεται ο υδροκρίτης ανάμεσα στη λεκάνη του Αμαζονίου και στη λεκάνη του Ρίο Παρανά. Από τα νότια προς τα βόρεια βρίσκεται αρχικά η Σέρα ντο Μαρ, που αποτελείται κυρίως από κρυσταλλικά πετρώματα (γρανίτες και γνεύσιους), άλλοτε λοφώδης και άλλοτε αποτελούμενη από απόκρημνα αντερείσματα, σε μερικά τμήματα κοντά στη θάλασσα και σε άλλα κοντά σε εδάφη πιο πρόσφατα, που καταλαμβάνονται από παράκτιες λιμνοθάλασσες και από ρεστίνγκας. Το πιο διαβρωμένο τμήμα είναι η Σέρα ντος Οργκάος (2.318 μ.). Προς τα βόρεια της Σέρα ντο Μαρ βρίσκεται η Σέρα ντα Μαντικέιρα, που και αυτή αποτελείται από κρυσταλλικά εδάφη τα οποία, αφού διακόπτονται στο νότιο τμήμα από απόκρημνα αντερείσματα, καταλήγουν στα βόρεια με την Πίκο ντα Μπαντέιρα και στο εσωτερικό εκφυλίζονται. Ακόμα βορειότερα εκτείνεται η Σέρα ντο Εσπινιάσο.
Προς τον Ατλαντικό εκτείνεται μια παράκτια λωρίδα από πιο πρόσφατα εδάφη, που άλλοτε δημιουργούν σκοπέλους, άλλοτε λιμνοθάλασσες κλειστές από αμμώδεις μπάγκους και άλλοτε μυχούς, ο κυριότερος από τους οποίους είναι ο κόλπος Τόντος ος Σάντος, που οφείλεται σε τεκτονικό φαινόμενο. Συχνά τα βουνά έχουν τις ακραίες παραφυάδες τους μέχρι την ακτή. Στον κόλπο Γκουαναμπάρα τυπική είναι η Πάο ντε Ασούκαρ, κωνικού σχήματος, ελαφρώς κεκλιμένη προς τη θάλασσα.
Το πιο χαμηλό τμήμα της παράκτιας λωρίδας, αυτό που ξεκινά από το νότιο τμήμα της πολιτείας Μπαΐα και καταλήγει στην πολιτεία Σάντα Καταρίνα, ονομάζεται ρεστίνγκα και αποτελείται από θαλάσσιες εναποθέσεις· στις λιμνοθάλασσες και στις χαμηλές παράκτιες ζώνες, έως εκεί όπου γίνεται αισθητή η παλίρροια, είναι συχνοί οι μαγκρόβιοι σχηματισμοί.
Στο εσωτερικό, στα δυτικά του Σάο Φρανσίσκο, η περιοχή παρουσιάζει όψεις πολύ διαφορετικές: εδώ επικρατούν υψίπεδα αποτελούμενα από ψαμμίτες του μεσοζωικού, που δεν υπερβαίνουν τα 1.000 μ., ισχυρά διαβρωμένα και χωρισμένα από τους ποταμούς σε πολυάριθμες σέρας.
Ξεκινώντας από τον Ατλαντικό, η Σέρα ντο Μαρ αποτελεί ένα φράγμα που χωρίζει την παράκτια λωρίδα από το εσωτερικό. Στη δυτική πλευρά εκφυλίζεται προς ένα υψίπεδο με μέσο ύψος 500 μ., μεσοζωικής ιζηματογενούς προέλευσης, και τη διαρρέει ο ποταμός Παρανά και οι παραπόταμοί του, ανάμεσα στους οποίους μπορούμε να αναφέρουμε τον Τιετέ (1.100 χλμ.). Οι κυματώσεις είναι μέτριες, αλλά η κλίση των στρωμάτων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μακριών κουέστας, που αντιστοιχούν στις σέρας (Σέρα Ζεράλ, 1.800 μ.). Το ανάγλυφο της κεντροδυτικής Β. αποτελείται σε γενικές γραμμές από κυματοειδή υψίπεδα, καλυμμένα κατά το μεγαλύτερο μέρος από κάμπος σεράδος· οι ποταμοί που διαρρέουν την περιοχή αντιστοιχούν στις λεκάνες του Παρανά και του Αμαζονίου.
Κατά μήκος του υψιπέδου του Μάτο Γκρόσο, περνά ο υδροκρίτης ανάμεσα στη λεκάνη του Αμαζονίου και στη λεκάνη του Παρανά-Παραγουάη. Λόγω της ανάδυσης κρυσταλλικών εδαφών, στην Γκοϊάς το ανάγλυφο υψώνεται μέχρι 1.500 μ. και πλέον (Σαπάδα ντος Βεαδέιρος), ενώ εκεί όπου επικρατούν ψαμμιτικά και βασαλτικά πετρώματα χαμηλώνει βαθμιαία προς τον Παρανά, ώσπου να εξαφανιστεί κάτω από ένα στρώμα προσχώσεων. Τότε οι ποταμοί που πηγάζουν από τον Αμαζόνιο και κατευθύνονται προς τα βόρεια (όπως οι παραπόταμοί του Μαδέιρα, Ταπαζός, Σινγκού, Αραγουάης και Τοκαντίνς), καθώς κι εκείνοι που πηγάζουν από τον Παρανά-Παραγουάη, διακόπτονται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες.Η Β. περιλαμβάνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην τροπική ζώνη και το κλίμα της προέρχεται από τη θέση της σε σχέση με τις άλλες περιοχές της ηπείρου και τον Ατλαντικό ωκεανό. Στις μέτριες θερμοκρασίες –που κυμαίνονται από ένα μέγιστο 28°C στις βορειοανατολικές περιοχές έως ένα ελάχιστο 16°C στο νότιο υψίπεδο– επιδρούν το γεωγραφικό πλάτος, το ανάγλυφο, η γειτνίαση με τη θάλασσα, η φύση του εδάφους (όπως είναι η περίπτωση των κρυσταλλικών εδαφών που, όταν είναι ακάλυπτα, ακτινοβολούν μεγάλη θερμότητα) και η φυτική επικάλυψη. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι διακυμάνσεις ανάμεσα στους ακραίους μήνες είναι πολύ περιορισμένες (όχι πάνω από 7-8°C), ενώ σε μερικές περιοχές, όπως στο κεντρικό υψίπεδο, οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις μπορούν να είναι μεγάλες (έως 20°C). Η ποσότητα και η παροχή των βροχοπτώσεων εξαρτώνται προπάντων από την ατμοσφαιρική πίεση και από τους ανέμους που προκαλεί αυτή. Τον χειμώνα (νότιο καλοκαίρι) σχηματίζεται στις εσωτερικές περιοχές (Μάτο Γκρόσο) μια κυκλωνική περιοχή χαμηλών πιέσεων, στην οποία εισρέουν μάζες αέρα προερχόμενες από δύο αντικυκλωνικές περιοχές, οι οποίες βρίσκονται στα βόρεια του Ισημερινού και στον νότιο Ατλαντικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πνέουν αληγείς, τόσο από τα ΒΑ όσο και από τα ΝΑ. Δεν είναι σπάνιο να συνοδεύονται στο νότιο υψίπεδο από χαμηλές θερμοκρασίες, λόγω της ατλαντικής πολικής μάζας που εισχωρεί στην κοιλάδα του Ρίο Παρανά. Αντίθετα, τον Ιούλιο (νότιος χειμώνας), η κυκλωνική περιοχή μεταφέρεται στον Ατλαντικό και οι αντικυκλωνικές περιοχές βρίσκονται στον νότιο Ατλαντικό και στην Αργεντινή. Την εποχή αυτή φυσούν οι νοτιοανατολικοί αληγείς και ψυχροί άνεμοι που εισδύουν έως την περιοχή του Αμαζονίου. Στις νότιες περιοχές είναι συχνός ο παμπέιρο, ψυχρός άνεμος των πάμπας. Συνολικά, το μεγαλύτερο μέρος της Β. δέχεται πάνω από ένα μέτρο βροχής τον χρόνο· σπάνιες είναι οι ζώνες με πάνω από 2.500 χιλιοστά ή με λιγότερο από 500 χιλιοστά. Πιο άφθονες βροχοπτώσεις από τον μέσο όρο παρατηρούνται κατά μήκος της περιοχής του Αμαζονίου που βρίσκεται προς την πλευρά του Ατλαντικού, στο κεντροδυτικό τμήμα της ίδιας της λεκάνης του Αμαζονίου, καθώς επίσης και κατά μήκος των ακτών στα νότια του Σαλβαδόρ και σε ορισμένα τμήματα της Σέρα ντο Μαρ και του νοτίου υψιπέδου (με μέγιστη τιμή 4.524 χιλιοστά στον σταθμό Ιταπανιαού)· τιμές κατώτερες του μέσου όρου παρατηρούνται, αντίθετα, στις βορειανατολικές περιοχές (με ένα ελάχιστο 279 χιλιοστά στην Καμπασέιρας).
Η νότια Β., καθώς βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στα νότια του Τροπικού του Αιγόκερω, έχει υποτροπικό και εύκρατο κλίμα, με αξιοσημείωτες διαφορές όμως από το ένα μέρος στο άλλο, που οφείλονται τόσο στο γεωγραφικό πλάτος όσο και στο υψόμετρο. Η βόρεια και κεντρική παράκτια λωρίδα έχει ακόμα θερμό και πολύ υγρό κλίμα· τα υψίπεδα έχουν λιγότερο υψηλές θερμοκρασίες και χαρακτηρίζονται από υποτροπικό κλίμα, με λιγότερο άφθονες βροχοπτώσεις· στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ το κλίμα είναι αντίθετα έκδηλα εύκρατο.
Το κλίμα της κεντροδυτικής Β. χαρακτηρίζεται από μάλλον υψηλές θερμοκρασίες, με μέτριες ετήσιες διακυμάνσεις, ενώ αντίθετα η ξηρασία της ατμόσφαιρας έχει ως αποτέλεσμα να είναι αξιοσημείωτη η αντίθεση μεταξύ ημέρας και νύχτας. Οι βροχές, που σπάνια υπερβαίνουν τα 2.000 χιλιοστά, πέφτουν κυρίως κατά τη διάρκεια του νότιου καλοκαιριού και ύστερα ακολουθεί περίοδος ανομβρίας. Η Κορουμπά έχει μέση ετήσια θερμοκρασία 24,9°C, με 1.600 χιλιοστά βροχής, που πέφτουν κυρίως από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο.
Η νότια Β. (Σουλ), σε αντίθεση με τα τμήματα που περιγράψαμε μέχρι τώρα, παρουσιάζει υποτροπικό και εύκρατο κλίμα, γι’ αυτό και είναι πιο κατάλληλη για τους Ευρωπαίους. Και πράγματι, η περιοχή αυτή είναι η πιο πυκνοκατοικημένη της χώρας και σε αυτήν ανήκουν οι πολιτείες Σάο Πάολο, Παρανά, Σάντα Καταρίνα και Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής είναι η παρουσία ενός εκτεταμένου υψιπέδου ως επικρατέστερης μορφολογίας, η ύπαρξη ενός μάλλον πυκνού ποτάμιου δικτύου και μιας βλάστησης με λιγότερο έκδηλα τροπικά χαρακτηριστικά, που αντιπροσωπεύεται για μεγάλες εκτάσεις από δάση με αροκάριες.
Οι μέσες θερμοκρασίες στη νότια Β. μόλις ξεπερνούν τους 20°C· οι βροχές κυμαίνονται από 1.000 έως 1.500 χιλιοστά και πέφτουν κυρίως στους μήνες του νότιου χειμώνα.Στο αμαζονικό κλίμα αντιστοιχεί ως βλάστηση το υγρό δάσος, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του βαθυπέδου· είναι ένας αρκετά πυκνός φυτικός σχηματισμός, με δέντρα πολύ διαφορετικών ειδών, ύψους έως 60 μ., κάτω από τα οποία βρίσκονται δέντρα πιο χαμηλά, που συνδέονται μεταξύ τους με λιάνες και με πολλά παράσιτα και επίφυτα. Προς τις εκβολές, και εκεί όπου φτάνει το παλιρροϊκό κύμα, επικρατούν οι μαγκρόβιοι σχηματισμοί, παράλληλα με είδη που μπορούν να ζουν βυθισμένα στο νερό κατά τις εναλλασσόμενες κινήσεις της παλίρροιας και χωρίς υποδάσος. Η βλάστηση είναι διαφορετική στην ιγκαπό, δηλαδή στη ζώνη που είναι διαρκώς πλημμυρισμένη, όπου είναι συχνός ο φοίνικας ασάι, μαζί με άλλα είδη. Και η βάρζεα, με εδάφη που πλουτίζονται σταθερά από τις προσχώσεις, έχει τυπικά είδη: ζουπάτι (ράφια η δαδιφόρος), μιρίτι (μαυριτία η εύκαμπτος κ.ά.). Η εβέα και το κακάο προτιμούν τις λιγότερο υγρές γαίες της άνω βάρζεα.
Στη βορειοανατολική Β. η βλάστηση έχει μεταβατικά χαρακτηριστικά και παράλληλα με το υγρό δάσος εμφανίζεται ένα ξηρόφιλο δάσος, η καατίνγκα. Η παράκτια βλάστηση αντιπροσωπεύεται από μαγκρόβιους σχηματισμούς (αυτοφυείς) και κοκκοφοίνικες (καλλιεργούμενους) και η εσωτερική από δάση που ακολουθούν τον ρου του Ρίο Παρναΐμπα, πλούσια στα δυτικά και πιο φτωχά στα ανατολικά, ενώ στο κεντρικό τμήμα επικρατούν οι φοίνικες μπαμπασού. Υπάρχουν αρκετά φυλλοβόλα δέντρα, ανάμεσα στα οποία το πάου μπραζί, που έχει δώσει το όνομά του στη Β. Αλλά η μορφή βλάστησης που επικρατεί είναι η καατίνγκα.
Ανάλογα με τις διακυμάνσεις του κλίματος και του υψομέτρου στην κεντροδυτική Β. ο φυτικός μανδύας αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η βόρεια λωρίδα είναι μέχρι σήμερα καλυμμένη –εκεί όπου ο άνθρωπος δεν το έχει καταστρέψει για να το αντικαταστήσει με φυτείες– από το υγρό δάσος σε όλο του το μεγαλείο. Πέρα από αυτό επικρατούν δάση με δέντρα φυλλοβόλα, χαρακτηριστικά του τροπικού δάσους. Ύστερα, από τη νότια Μίνας Γκεραΐς και μέχρι το βόρειο τμήμα της Ρίο Γκράντε ντο Σουλ, στα 400-500 μ., εμφανίζεται το δάσος με τις αροκάριες. Στο νότιο τμήμα του Ρίο Γκράντε επικρατούν, τέλος, λειμώνες με αγρωστώδη (καμπίνας).
Η βλάστηση της κεντροδυτικής Β. αντιπροσωπεύεται κυρίως από τη σαβάνα (κάμπος σεράδος), που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του Μάτο Γκρόσο και εκτεταμένες περιοχές της Γκοϊάς, ενώ στις πιο νότιες ζώνες εμφανίζονται ήδη στεπικές όψεις (καμπίνας). Στα πιο υγρά εδάφη, λόγω της παρουσίας της υδάτινης φλέβας σε μικρό βάθος, εμφανίζεται και το δάσος που σχηματίζει στοές, συχνά χωρίς υποδάσος και με παρουσία δέντρων ενός μόνο είδους.
Το τοπίο αλλάζει στις πιο χαμηλές περιοχές με αργιλώδη και αμμώδη εδάφη, τις λεγόμενες παντανάις.
Η πανίδα στο υγρό δάσος είναι προσαρμοσμένη στο περιβάλλον και αντιπροσωπεύεται από πλατύρρινους, μυρμηγκοφάγους, παπαγάλους, τουκάνους κλπ. Την άγρια ζωή της Β. συμπληρώνουν το πούμα, ο ιαγουάρος και οι πίθηκοι. Υπάρχει επίσης πλήθος από κροκόδειλους και ερπετά, ανάμεσα στα οποία δεσπόζει ο βόας.Η Β. έχει ανεπτυγμένο υδρογραφικό δίκτυο σε σχέση με την ηπειρωτική της έκταση, με την ανοιχτή της διαμόρφωση και με τις υψηλές βροχοπτώσεις που δέχεται το έδαφός της· περίπου δέκα ποταμοί υπερβαίνουν το μήκος των 2.000 χλμ. Ξεχωρίζουν οι ποταμοί του υψιπέδου, που διακόπτονται συχνά από καταρράκτες και οι ποταμοί του βαθυπέδου, ευρείς και με αργό ρου, που ευνοούν τη ναυσιπλοΐα, όπως ο Αμαζόνιος και ο Παραγουάης, με τους παραποτάμους τους.
Αν εξαιρεθούν μερικοί δευτερεύοντες ποταμοί, οι κυριότερες λεκάνες είναι εκείνες του Αμαζονίου (που εκτείνεται στο 56% των βραζιλιάνικων εδαφών), του Παρανά-Παραγουάη (16%) και του Σάο Φρανσίσκο (7%). Οι πιο άφθονες παροχές παρατηρούνται τους χειμερινούς μήνες, όταν οι βροχές είναι περισσότερες. Ο Αμαζόνιος όμως έχει, όπως θα δούμε, περίπλοκη παροχή.
Η Β. δεν έχει πολλές λίμνες· αξίζει ωστόσο να αναφέρουμε τις πολυάριθμες παράκτιες λιμνοθάλασσες (λαγκόας), οι πιο εκτεταμένες από τις οποίες είναι συγκεντρωμένες στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ: Πάτος, Μιρίμ, Μανγκέιρα. Μικρότερης έκτασης είναι οι λίμνες που δημιουργούνται από τη συσσώρευση ποτάμιων προσχώσεων κατά μήκος του ρου του Αμαζονίου. Θα πρέπει να αναφέρουμε, τέλος, και τις λεγόμενες παντανάλες, πραγματικά προσωρινές λίμνες, στις νότιες εσωτερικές περιοχές.
Η βραζιλιάνικη περιοχή του Αμαζονίου ή περιοχή του Βορρά (Νόρτε), περιλαμβάνει τις έξι πολιτείες (Άκρε, Αμαζόνας, Αμαπά, Παρά, Ροντόνια και Ροραΐμα), με έκταση ίση με το 42% όλης της Β. Το μεσαίο τμήμα καταλαμβάνεται από το αμαζονικό βαθύπεδο, που είναι αρκετά περιορισμένο από την πλευρά του Ατλαντικού, ενώ διευρύνεται βαθμιαία προς τα δυτικά και αποτελείται από ιζηματογενή εδάφη που εναποτέθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Οι εκβολές του Αμαζονίου παρουσιάζουν ένα περιβάλλον αμφίβιο, στο οποίο αναδύονται τα νησιά του αμαζονικού αρχιπελάγους, ανάμεσα στα οποία κυριότερο είναι το Μαραζό. Στην περιοχή αυτή, στα βόρεια του αμαζονικού βαθυπέδου, ανήκει τμήμα του υψιπέδου της Γουιάνας, που αποτελείται από ένα κρυσταλλικό υψίπεδο με εκτεταμένες ζώνες αγρωστωδών (κάμπος), στο οποίο υψώνονται μερικά πιο ψηλά ανάγλυφα (σέρες Παρίμα, Πακαραΐμα κ.ά.), αποτελούμενες από λιγότερο αρχαία εδάφη και οριζόμενες από απόκρημνα αντερείσματα. Στα νότια αναδύονται, αντίθετα, τα αρχαία εδάφη του βραζιλιάνικου υψιπέδου.
Ο Αμαζόνιος διαρρέει το αμαζονικό βαθύπεδο από τα δυτικά στα ανατολικά, και έχει λεκάνη ίση περίπου με το ένα τρίτο της Νότιας Αμερικής και μήκος 6.280 χλμ. Οι πηγαίοι βραχίονές του (Μαρανιόν και Ουκαγιάλι) βρίσκονται στο Περού. Αφού δεχτεί από τα αριστερά τον Νάπο και περάσει από το κολομβιανό έδαφος στη Λετίσια, ο ποταμός εισέρχεται στην Β. (στην οποία ανήκει για 3.160 χλμ.), μόλις 82 μ. πάνω από τη θάλασσα, γι’ αυτό και η κλίση είναι ελάχιστη. Σε παροχή είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου: στην Όμπιδος ο μέσος όρος είναι 212.377 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, με τιμές λίγο πιο υψηλές κατά τη διάρκεια της περιόδου ανόδου των νερών από τον Νοέμβριο έως τον Ιούνιο.
Ο μέγας αυτός ποταμός παίρνει την ονομασία Αμαζόνιος μονάχα από τη Μανάους, δηλαδή από τη συμβολή του με τον Ρίο Νέγκρο, ενώ στον μέσο ρου του ονομάζεται Σολιμόες. Ο ποταμός ακολουθεί τον άξονα ενός μεγάλου σύγκλινου με διεύθυνση από τα δυτικά στα ανατολικά, διασχίζοντας εκτεταμένες προσχωσιγενείς επιφάνειες. Μακριά από τον άξονά του, τόσο προς τα βόρεια όσο και προς τα νότια, αναδύονται εδάφη όλο και πιο αρχαίας ηλικίας, που ήρθαν στο φως κάτω από τα στρώματα άμμου και αργίλου πιο πρόσφατης εποχής. Και επειδή τα πιο αρχαία καινοζωικά ιζήματα ήρθαν στην επιφάνεια από μια ανάδυση, υπάρχει ένα εκτεταμένο καινοζωικό υψίπεδο (ταμπολέιρο), στο οποίο ο κυριότερος ποταμός και οι παραπόταμοί του αναγκάζονται να περνούν από πιο βαθιά κοίτη. Ακριβώς γι’ αυτό κατά μήκος του ποταμού μπορούν να διακριθούν τρεις σειρές αναβαθμίδων. Η πιο ψηλή, προστατευμένη από τις πλημμύρες, είναι η τέρα φίρμε, και εκεί το ισημερινό δάσος παρουσιάζεται σε όλο του το μεγαλείο. Σε κατώτερο επίπεδο είναι η βάρζεα, που κατακλύζεται από τα νερά κατά τη διάρκεια των πλημμυρών, ενώ το πιο χαμηλό τμήμα, το ιγκαπό, χαρακτηρίζεται από φυτά, όπως οι μαγκρόβιοι σχηματισμοί, που μπορούν και ευδοκιμούν σε αμφίβιο περιβάλλον.
Στη συμβολή με τον Ρίο Νέγκρο, ο κυριότερος ρους έχει πλάτος κατά μέσο όρο 5 χλμ., και σιγά-σιγά διευρύνεται καθώς προχωρεί προς τις εκβολές του ποταμού στη θάλασσα. Η εκβολή γίνεται συχνά με ταραχώδη τρόπο και προκαλεί το φαινόμενο που λέγεται πορορόκα, όμοιο με το μασκαρέ των ευρωπαϊκών ποταμών (π.χ. του Ζιρόντ)· το παλιρροϊκό κύμα, κατά τη διάρκεια της πλημμυρίδας, ανεβαίνει στις εκβολές και δημιουργεί κύματα που παρασύρουν οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά τους, προκαλώντας έναν θόρυβο ο οποίος ακούγεται από μεγάλη απόσταση.
Οι παραπόταμοι, που είναι πολυάριθμοι, ρέουν συμμετρικοί και παράλληλοι ακολουθώντας την κλίση του βαθυπέδου. Αυτοί μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: ρίος μπράνκος και ρίος νέγκρος. Οι πρώτοι (Πουρούς, Μαδέιρα) ρέουν σε προσχωσιγενείς περιοχές και μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες λάσπης, γι’ αυτό και παίρνουν λευκό χρώμα (μπράνκο)· οι δεύτεροι (Νέγκρο, Ταπαζός, Σινγκού) ρέουν αντίθετα σε βραχώδες έδαφος και έχουν σκούρο (νέγκρο) ή γαλάζιο χρώμα.
Το κλίμα της περιοχής του Αμαζονίου εμφανίζει έκδηλα ισημερινά χαρακτηριστικά· οι θερμοκρασίες είναι υψηλές σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, με μέσες μηνιαίες τουλάχιστον 20°C, και οι εποχιακές διακυμάνσεις είναι ελάχιστες, λόγω της μεγάλης υγρασίας, της μόνιμης συννεφιάς και της σχεδόν απόλυτης έλλειψης ανέμων (εκτός από τα μέρη όπου γίνονται ακόμα αισθητοί οι αληγείς). Βροχοπτώσεις σημειώνονται σε όλους τους μήνες του χρόνου, κυρίως με τη μορφή σφοδρής νεροποντής, που μερικές φορές παίρνουν τον χαρακτήρα κυκλώνων, με μέσες ετήσιες πάντοτε μεγαλύτερες των 1.500 χιλιοστών. Η υγρασία φτάνει σε υψηλότατες τιμές και η ατμόσφαιρα είναι βαριά και αποπνικτική. Ξεκινώντας από την ακτή της βορειανατολικής Β., βλέπουμε αρχικά μια ιζηματογενή πεδιάδα, που γίνεται λιγότερο μονότονη χάρη στην παρουσία κόλπων και νησιών (ανάμεσα στα οποία το νησί Σάο Λουίς). Ακολουθεί προς το εσωτερικό ένα υψίπεδο που δεν ξεπερνά το ύψος των 700 μ., με συχνά πεδινές μορφές και αρκετά απόκρημνες παρυφές. Οι ποταμοί που το διαρρέουν κατεβαίνουν προς την πεδιάδα σχηματίζοντας καταρράκτες· αξίζει να αναφέρουμε τον Ιταπικουρού και προπάντων τον Παρναΐμπα (1.716 χλμ.), που πηγάζει από τη Σέρα ντα Ταμπατίνγκα. Το κλίμα είναι πολύ θερμό, με μέσες ετήσιες θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 26°C, ημερήσιες διακυμάνσεις αρκετά τονισμένες (προπάντων στο εσωτερικό) και βροχές που τείνουν να περιοριστούν σιγά-σιγά καθώς απομακρυνόμαστε από την περιοχή του Αμαζονίου.
Ο κυριότερος ποταμός της ανατολικής Β. είναι ο Σάο Φρανσίσκο, που πηγάζει με πολλούς βραχίονες από τη Μίνας Γκεραΐς: έχει μήκος 2.900 χλμ. και λεκάνη 631.000 τ. χλμ. Στον άνω ρου του παρουσιάζει κοίτη με μεγάλη κλίση· ύστερα, από την Πιραπόρα, γίνεται πλωτός για 1.300 χλμ. και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά τυπικού ποταμού υψιπέδου έως ότου, κοντά στην Πάουλο Αφόνσο, 200 χλμ. από τις εκβολές, χαμηλώνει κατά 80 μ. σε μια σειρά από καταρράκτες, σε αντιστοιχία των οποίων έχει δημιουργηθεί ένας μεγαλειώδης ηλεκτρικός σταθμός. Στο τελευταίο τμήμα του ξαναγίνεται πλωτός. Ανάμεσα στους άλλους ποταμούς της ανατολικής αυτής περιοχής αναφέρουμε τον Παραΐμπα (1.061 χλμ.), που ρέει για μεγάλο τμήμα παράλληλα με την ακτή, γι’ αυτό και η κοιλάδα του έχει διευκολύνει τις σχέσεις ανάμεσα στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάολο· στις εκβολές του έχει σχηματιστεί δέλτα, που καλλιεργείται εντατικά. Πλούσιο είναι το δάσος της παράκτιας περιοχής (μάτα ατλάντικα), που καλύπτει μια λωρίδα πλάτους 200 χλμ. και εισχωρεί με γλώσσες στις πιο υγρές εσωτερικές περιοχές, αλλά συχνά έχει εκφυλιστεί για να δώσει τη θέση του στις καλλιέργειες.
Από την ένωση του Ρίο Γκράντε με τον Ρίο Παρναΐμπα δημιουργείται ο Παρανά που, μολονότι είναι βραζιλιάνικος μονάχα για 800 χλμ. του ρου του, είναι η κυριότερη ποτάμια αρτηρία της περιοχής. Ο ρους του Παρανά διακόπτεται από τους καταρράκτες Γκουαΐρα, αλλά αρκετά πιο σπουδαίοι είναι οι καταρράκτες του παραποτάμου του Ιγκουασού, ύψους 64 μ., στους οποίους τα νερά πέφτουν σε μια άγρια κλεισώρεια που περιορίζεται μόλις στα 80 μ. Το νότιο τμήμα της περιοχής αντιστοιχεί στη λεκάνη του Ουρουγουάη, που σχηματίζεται από την ένωση του Ρίο ντας Πελότας και του Ρίο ντας Κανόας και ρέει σε βραζιλιάνικο έδαφος περίπου για 800 χλμ. Η Β. εμφανίζει ποικίλη εθνική σύσταση στην απέραντη έκτασή της. Στους Αμερινδούς, που αποτελούν και τον αρχικό πληθυσμό της, προστέθηκαν οι κατακτητές Πορτογάλοι, οι μαύροι που μεταφέρθηκαν από την Αφρική ως σκλάβοι και, τέλος, οι άλλοι Ευρωπαίοι άποικοι. Όλα αυτά τα φυλετικά στοιχεία σπάνια παρέμειναν αμιγή: ήρθαν σε διάφορες επιμειξίες μεταξύ τους, χωρίς όμως να χάσουν την εθνική τους συνοχή. Στον βραζιλιάνικο λαό πρέπει να αναγνωριστεί το χάρισμα της φυλετικής ανοχής, παρότι οι κοινωνικές διακρίσεις είναι φανερές και αντιστοιχούν κατά κάποιον τρόπο στο χρώμα του δέρματος. Η συνύπαρξη των τριών κυριότερων φυλών (λευκών, μαύρων και Αμερινδών) λέγεται triptico vital. Σε αυτό ακριβώς το τρίπτυχο οφείλει η Β. την ιδιαιτερότητά της και τη δημογραφική της δύναμη. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές (1995), ο βραζιλιάνικος πληθυσμός αποτελείται κατά 55% από λευκούς, 38% μιγάδες, 5,9% μαύρους και 0,1% Αμερινδούς. Το ποσοστό των μιγάδων, πάντως, πιθανόν να ανέρχεται και στο 42%, αλλά οπωσδήποτε είναι κατώτερο από εκείνο των λευκών.
Οι Βραζιλιάνοι Αμερινδοί χωρίζονται σε διάφορες φυλετικές ομάδες: Αμαζονίδες (που περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων και τους Τουπί του νότιου τμήματος της Αμαζονίας και του δυτικού Παρανά), Λαγκίδες (των εσωτερικών περιοχών του υψιπέδου της Βραζιλίας· το όνομά τους προέρχεται από την τοποθεσία Λαγκόα Σάντα της πολιτείας Μίνας Γκεραΐς, όπου σε μερικές σπηλιές βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα, μαζί με οστά ζώων και χειροποίητα αντικείμενα που επέτρεψαν να προσδιοριστεί η εποχή τους) και Φουεγκίδες (της νοτιοανατολικής Β.).
Η κατάκτηση της Β. από μέρους των Πορτογάλων αρχίζει από το πρώτο μισό του 16ου αι. Στην αρχή καταλήφθηκαν οι παραθαλάσσιες περιοχές. Τα κυριότερα κέντρα εκείνης της εποχής ήταν το Περναμπούκο και η Μπαΐα. Το 1554, οι ιησουίτες ίδρυσαν στο εσωτερικό υψίπεδο το Σάο Πάολο και από εκεί ομάδες πρωτοπόρων (που ονομάζονταν παυλιστές ή μπαντεϊράντες διότι έφτιαχναν ομάδες κατά παρέες ή σημαίες) προωθήθηκαν προς την ενδοχώρα και ακολούθησαν οι ομάδες των βακέιρος.
Στους Αμερινδούς και στους Ευρωπαίους προστέθηκε πολύ σύντομα ένα τρίτο στοιχείο προερχόμενο από την Αφρική. Μαύροι σουδανέζικης καταγωγής συγκεντρώθηκαν στην πολιτεία Μπαΐα, ενώ μαύροι Μπαντού από τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα κατευθύνθηκαν προς το Περναμπούκο και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Από τις φυτείες της βορειοανατολικής Β. πήγαν και σε άλλες περιοχές, στις ζώνες με ορυκτό πλούτο της Μίνας Γκεραΐς και στις φαζέντας του καφέ. Η κατάργηση της δουλείας επέδρασε σταδιακά σε μια ακόμα μεγαλύτερη διασπορά.Η Β. θα ήταν τώρα μια χώρα κατοικημένη κυρίως από μιγάδες, αν δεν μετανάστευαν οι Ευρωπαίοι που έφτασαν εκεί φέρνοντας μαζί με τις δικές τους συνήθειες, τον χαρακτήρα, τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους. Καθοριστικό στοιχείο επίσης υπήρξε η εγκατάλειψη του χωριού από τους μαύρους, που μετά την κατάργηση της δουλείας προτίμησαν την πόλη, αφήνοντας τις αγροτικές δραστηριότητες στα χέρια νέων μεταναστών.
Μια πρώτη ξένη αποικία ιδρύθηκε το 1812 στην πολιτεία Εσπίριτο Σάντο και ακολούθησαν και άλλες. Μέχρι το 1840, όμως, οι μετανάστες (κατά μεγαλύτερο μέρος Γερμανοί, Ελβετοί και Ιρλανδοί) ήταν μόνο 12.000. Μέσα σε δέκα χρόνια, περίπου 60.000 λευκοί μετανάστες εγκαταστάθηκαν στο Σάο Πάολο. Αλλά η συρροή επιταχύνθηκε μετά την κατάργηση της δουλείας (1888) και την ανακήρυξη της δημοκρατίας (1889). Στα χρόνια που ακολούθησαν, ψηφίστηκαν πολλοί περιορισμοί για τη μετανάστευση στη Β., αντίστοιχοι με εκείνους που εφαρμόζονται και στις ΗΠΑ. Σήμερα, εγκαθίστανται στη Β. λιγότερο από 10.000 άτομα τον χρόνο, ενώ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. μετανάστευαν στη χώρα αυτή περίπου 200.000 άτομα ετησίως.
Ο πληθυσμός της Β. από το 1872 μέχρι την απογραφή του 1970 ανήλθε από 9,9 εκατ. σε 93,2 εκατ. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εκτιμήσεις (2001), ανέρχεται σε 174.468.575 κατοίκους. Δηλαδή, μέσα σε έναν αιώνα έχει δεκαπενταπλασιαστεί. Πάντως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η χώρα μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι και 800 εκατ. κατοίκους. Ο φυσικός παράγοντας ήταν καθοριστικός στη δημογραφική αύξηση, ακόμα και στην περίοδο που η μετανάστευση ήταν πιο σημαντική. Η θνησιμότητα, που μεταξύ του 1872 και του 1890 είχε φτάσει σε ποσοστό 46,5‰, διατηρήθηκε πάντα σε υψηλά επίπεδα και μόνο τις τελευταίες δεκαετίες τείνει να ελαττωθεί (44‰ το 1960, 37‰ το 1970, 8‰ το 1990). Αλλά, ενώ η θνησιμότητα ελαττώθηκε, ο ετήσιος δείκτης δημογραφικής αύξησης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,91% και το προσδόκιμο ζωής είναι 59 χρόνια για τους άντρες και 67,7 για τις γυναίκες.
Ο μέσος όρος πυκνότητας του πληθυσμού σε ολόκληρη τη χώρα είναι 20 κάτοικοι ανά τ. χλμ. Πυκνότητα πάνω από 30 κατοίκους ανά τ. χλμ. είναι συνηθισμένη στις ανατολικές περιοχές, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ –εκτός από μερικούς πυρήνες με πολύ περιορισμένη έκταση– σε περιοχές που απέχουν 500 και πλέον χλμ. από τη θάλασσα. Πυκνοκατοικημένη εμφανίζεται η μεσαία λωρίδα από τη Βιτόρια μέχρι τα νότια του Σάντος, που φιλοξενεί το 1/3 των κατοίκων της Β. Ακατοίκητη αντίθετα είναι η αχανής περιοχή του Αμαζονίου, όπου η πυκνότητα ανά τ. χλμ. αντιστοιχεί σε έναν άνθρωπο. Για να φτάσουμε σε μια κατανομή πιο ισορροπημένη, πρέπει ο πληθυσμός να μεταφερθεί από τα κέντρα της ακτής προς τις δυτικές εσωτερικές περιοχές. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ρίο ντε Τζανέιρο στην Μπραζίλια δείχνει αυτήν ακριβώς την τάση. Το κέντρο βάρους του πληθυσμού θα μετατοπιστεί έτσι σταδιακά προς τα ΒΔ.
Σε ό,τι αφορά τους αυτόχθονες, η κατανομή του πληθυσμού γίνεται κυρίως σύμφωνα με τα διάφορα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούν. Έτσι, ο πληθυσμός χωρίζεται στους Μπορόρο και Ναμπικουαρά του Μάτο Γκρόσο, Ζε του κεντρικού υψιπέδου, Καρίβες και Τουκάνο της Αμαζονίας, Τουπί-Γκουαρανί των παραθαλάσσιων περιοχών και της νότιας Αμαζονίας. Οι ομάδες αυτές, που από φυλετική άποψη είναι μογγολοειδείς, έφτασαν στη Β. από τη βορειοανατολική Ασία (διαμέσου των Αλεούτων νήσων στην Αλάσκα) στη διάρκεια διαφόρων μεταναστεύσεων. Είναι ψαράδες, κυνηγοί ή γεωργοί, αλλά υπάρχουν και ομάδες που ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες. Τέλος, ο έγχρωμος πληθυσμός βρίσκεται συγκεντρωμένος κατά μήκος της βόρειας ατλαντικής ακτής και της Αμαζονίας.Τυπική έκφραση της βραζιλιάνικης αγροτικής εγκατάστασης είναι πάντα οι φαζέντας, που πολλές από αυτές ιδρύθηκαν κατά την πρώτη αποικιακή περίοδο στη λωρίδα της ακτής και αποτέλεσαν τον πυρήνα της σημερινής πόλης. Οι φαζέντας περιλαμβάνουν το μεγάλο σπίτι (κάζα γκράντε) του ιδιοκτήτη, το ενζένιο (βιοτεχνικό διυλιστήριο ζάχαρης) και τα σπίτια των εργαζομένων. Άλλα κέντρα πάλι αναπτύχθηκαν κατά μήκος των δρόμων και είναι τα χαρακτηριστικά ποβάδος.
Στην Αμαζονία, τα σπίτια είναι φτιαγμένα πάνω σε πασσάλους για να προστατεύονται οι κάτοικοι από τις πλημμύρες. Οι τοίχοι είναι από ψάθα και η στέγη από φύλλα.
Στις παράκτιες περιοχές εμφανίζονται σπίτια φτιαγμένα από τούβλα, που μπορεί να βρίσκονται στο κέντρο μιας φαζέντα και να αποτελούνται από πολλά κτίρια ή καλύβες πρωτόγονες (μοκάμπος), με τοίχους από χώμα πλαισιωμένους από ξύλινες σανίδες και στέγη μυτερή από φύλλα ή λαμαρίνα, ενώ το εσωτερικό χωρίζεται συνήθως σε τρία δωμάτια.
Στο κεντροανατολικό υψίπεδο συναντούμε σπίτια από ξύλο, όμοια με τα σπίτια του σερτάο της βορειοανατολικής περιοχής, αλλά χωρίς τη βεράντα. Ανάλογος είναι ο τύπος κατοικίας στα νοτιοανατολικά παράλια. Υπάρχουν ακόμα καλύβες σαν κυψέλες με κλαδιά που κάμπτονται στο επάνω μέρος για να συγκρατήσουν τη σκεπή. Δύο άλλες μορφές κατοικίας είναι χαρακτηριστικές της Μίνας Γκεραΐς: το σπίτι από πέτρα της περιοχής Ντιαμαντίνα, που οφείλει την ύπαρξή του στην έλλειψη ξύλου, και το σπίτι από ξύλο κατασκευασμένο με μεγάλους κορμούς δέντρων, ιδιαίτερα στις περιοχές του δάσους του Ρίο Ντόσε, όπου η αροκάρια προμηθεύει ένα καλό υλικό κατασκευής σπιτιών.
Σπίτια από ξύλο με επικλινείς σκεπές και σπίτια από πέτρα με σκεπές από κεραμίδια βρίσκουμε στις νότιες περιοχές. Τέλος, οι φαβέλας είναι ένα σύνολο από εξαθλιωμένες παράγκες που βρίσκονται στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων, και ιδιαίτερα του Ρίο ντε Τζανέιρο, και που κατοικούνται πιο πολύ από μαύρους.Η εντεινόμενη αστυφιλία είναι από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης Β. και έχει φτάσει πραγματικά σε εντυπωσιακούς ρυθμούς αύξησης. Ο αστικός πληθυσμός, που το 1940 αποτελούσε το 30% του συνόλου, έχει ανέλθει σήμερα σε ένα ποσοστό 76,9%. Οι μητροπόλεις που έχουν πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους είναι δώδεκα, ενώ δεκατρείς ακόμη πόλεις έχουν πληθυσμό πάνω από 500.000 κατ.
Τις πρώτες αποικιακές πόλεις της βορειοανατολικής περιοχής, που συνήθως βρίσκονται στην ακτή, ακολούθησαν τα παραθαλάσσια κέντρα των πιο νότιων ακτών και οι πρώτες πόλεις του εσωτερικού. Ειδικά το Σάο Πάολο και το Ρίο ντε Τζανέιρο δημιούργησαν τεράστιους αστικούς πυρήνες απορροφώντας τις γύρω τους κατοικημένες περιοχές.
Αλλά το κέντρο βάρους των αστικών περιοχών τείνει τώρα να μετατοπιστεί προς τα δυτικά, με μια σειρά από κέντρα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του τόπου (και πιο πολύ των ορυκτών και των δασικών πηγών του) και για την αγροτική αξιοποίηση απέραντων εκτάσεων ελάχιστα ή και καθόλου κατοικημένων. Η ίδια η πρωτεύουσα, η Μπραζίλια, χτίστηκε στο κέντρο του υψιπέδου και έπειτα από τα πρώτα δειλά βήματα άρχισε να αποκτά αξιοσημείωτη δύναμη, πληθυσμιακή και οικονομική. Ανάμεσα στα αστικά κέντρα, ξεχωρίζουν καθαρά οι πρωτεύουσες των πολιτειών, που συχνά η ίδρυσή τους ανάγεται στην αποικιακή εποχή. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας, εκτός της πρωτεύουσας Μπραζίλια (βλ. λ.), είναι ανά γεωγραφικό διαμέρισμα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2000), στις ακτές του Νοτιοανατολικού διαμερίσματος το Ρίο ντε Τζανέιρο (5.850.544, βλ. λ.), το Σάο Πάολο (10.406.166, βλ. λ.), η Μπέλο Οριζόντε (2.229.697, βλ. λ.), το Σάντος (417.777, βλ. λ.), η Γκουαρούλος (1.071.299) και η Βιτόρια (291.889)· στις ακτές του Νότιου διαμερίσματος το Πόρτο Αλέγκρε (1.359.932) και πιο εσωτερικά η Κουριτίμπα (1.586.898)· στις ακτές του Βορειοανατολικού η Φορταλέζα (2.138.234), η Ρεσίφε (1.421.947, βλ. λ.), το Σαλβαδόρ (2.440.886, βλ. λ.) και το Σάο Λουίς (867.690)· στις ακτές του Βόρειου η Μπελέμ (1.279.861) και στο εσωτερικό, στην περιοχή του Αμαζονίου, η Μαναούς (1.403.796) και το Ρίο Μπράνκο (252.800)· και τέλος, στις ηπειρωτικές περιοχές του Κεντροδυτικού η Γκοϊάνια (1.090.581) και η Κουιαμπά (482.498).Η Β. είναι η πιο ανεπτυγμένη χώρα της Λατινικής Αμερικής και η οικονομία της σημείωσε σημαντική άνοδο κατά την περίοδο 1960-74. Η Β. κυριαρχούσε στην αγορά καφέ, αλλά η κατάργηση των ποσοστώσεων στις εξαγωγές δημιούργησε προβλήματα.
Το 2000. το ΑΕΠ ήταν 1.130.000 εκατ. δολ. ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα 6.500 δολ. Ο πληθωρισμός την ίδια χρονιά βρισκόταν στο 6%, μετά από μακρά περίοδο ραγδαίας ανόδου, ενώ η ανεργία δεν ήταν ιδιαίτερη υψηλή (7,1%). Πάντως, η οικονομική κρίση που έπληξε την Αργεντινή το 2002 άρχισε μετά από λίγους μήνες να έχει τις επιπτώσεις της και στη βραζιλιάνικη οικονομία, με άδηλο γι’ αυτήν μέλλον.
Με την αγροτική οικονομία ασχολείται το 9% του ενεργού πληθυσμού. Η βιομηχανία και ο ορυκτός πλούτος (η χώρα διαθέτει σημαντικά αποθέματα διαφόρων μεταλλευμάτων και πετρέλαιο) απασχολούν το 29%, ενώ το 62% απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών. Η γεωργία ικανοποιεί τόσο τις εξαγωγικές ανάγκες της χώρας (καφές, ζάχαρη, σόγια κλπ.) όσο και τις ανάγκες διατροφής του πληθυσμού. Η αφθονία γαιών και η διαρκώς αυξανόμενη χρήση λιπασμάτων και γεωργικών μηχανημάτων επέτρεψαν μία σημαντική ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, κυρίως στις περιοχές της σαβάνας των πολιτειών Μίνας Γκεραΐς, Γκοϊάς, Μάτο Γκρόσο ντο Νόρτε και Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ, για την ανάπτυξη των οποίων εργάστηκε στη δεκαετία 1970 ένα κέντρο γεωργικών ερευνών για την καλλιέργεια των δημητριακών, του καφέ και του καπνού. Σχετικά με την Αμαζονία, οι μεγάλες ελπίδες που βασίστηκαν στη γεωργική εκμετάλλευση διαψεύστηκαν, τουλάχιστον μερικά, εξαιτίας της χαμηλής γονιμότητας του εκχερσωμένου εδάφους και του διαβρωσιγενούς των εδαφών του. Η SUDΑΜ (Επιθεώρηση για την Αξιοποίηση της Αμαζονίας) και η ΙΝCRΑ (Εθνικό Ίδρυμα Αποίκισης και Γεωργικής Μεταρρύθμισης) δημιούργησαν μία σειρά από υποδειγματικά γεωργικά συγκροτήματα όπου καλλιεργούνται τροπικοί καρποί, όμως το σχέδιο μετακίνησης γεωργικών πληθυσμών από φτωχότερες περιοχές αποδείχτηκε κατά ένα μέρος ανεφάρμοστο. Ακριβώς αυτές οι φτωχές περιοχές αποτελούν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, κυρίως επειδή εδώ κυριαρχούν οι ολιγοπαραγωγικές μεγαλοϊδιοκτησίες. Διαφορετικά προβλήματα –συχνά μετατροπής της παραγωγής– παρουσιάζουν οι ανατολικές παράκτιες περιοχές, απ’ όπου και άρχισε ο αποικισμός.
Βασική καλλιέργεια είναι ο καφές, που αποτελεί και το πιο σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν. Η καλλιέργειά του εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αι. και έφτασε στο ζενίθ της επέκτασης τα πρώτα χρόνια του 20ού αι., αλλά στη συνέχεια οι κρίσεις που ήταν συνδεδεμένες με την υπερπαραγωγή καφέ και με τις δυσχέρειες της παγκόσμιας αγοράς προκάλεσαν τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών και οδήγησαν στη μείωση της έκτασης των εδαφών τα οποία προορίζονταν για την καλλιέργεια του καφέ. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προέρχεται από τις πολιτείες Σάο Πάολο, Παρανά και Μίνας Γκεραΐς· οι φυτείες βρίσκονται συνήθως σε ένα υψόμετρο που κυμαίνεται από 300 έως 900 μ. και φτάνει μέχρι και τα 1.400 μ., εκεί όπου το κλίμα δεν είναι πολύ ψυχρό τον χειμώνα ούτε πολύ θερμό το καλοκαίρι και η υγρασία κυμαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα όλες τις εποχές. Ενώ σε άλλες χώρες οι φυτείες του καφέ πρέπει να σκιάζονται, στη Β. δεν συμβαίνει το ίδιο, επειδή τις πιο ζεστές ώρες της μέρας η θερμότητα του ήλιου μετριάζεται από ανερχόμενα ρεύματα αέρα που προκαλούν μία ελαφρά ομίχλη. Το βράδυ πάλι, οι άνεμοι πνέουν σε αντίθετη κατεύθυνση, μετριάζοντας τη νυχτερινή ψύχρα. Η διάδοση αυτής της καλλιέργειας ευνοείται και από την ύπαρξη εδαφών ελαφρώς ανισεπίπεδων, ιδιαίτερα εύφορων. Ο καφές όμως παραμένει πάντοτε ένα φυτό πολύ απαιτητικό που εξαντλεί γρήγορα το έδαφος· για τον λόγο αυτό οι φυτείες πρέπει να μετατοπίζονται ολοένα προς τα δυτικά. Η Β. καλύπτει περίπου το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής καφέ (είναι η πρώτη χώρα σε παραγωγή, με περίπου 1,9 εκατ. τόνους το 2000).
Πολύ ευνοϊκές συνθήκες υπάρχουν και για την καλλιέργεια του κακάο, η οποία είναι διαδεδομένη κυρίως στην πολιτεία Μπαΐα· η χώρα συγκαταλέγεται στη λίστα των μεγαλύτερων παραγωγών-κρατών στον κόσμο. Άλλη καλλιέργεια, πιο πρόσφατη, είναι του ζαχαροκάλαμου, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις ρεστίνγκας, τις παράκτιες πεδιάδες. Το ζαχαροκάλαμο, του οποίου τα κυριότερα κέντρα παραγωγής βρίσκονται κυρίως στις πολιτείες Σάο Πάολο, Μίνας Γκεραΐς, Περναμπούκο, Ρίο ντε Τζανέιρο και Αλαγκόας, τροφοδοτεί μία ανθούσα ζαχαροβιομηχανία. Από τα ελαιώδη φυτά (αραχίδες, λινάρι, ελαιοφοίνικας, φοίνικας μπαμπασού κλπ.) ξεχωρίζει, λόγω ποιότητας και παραγωγής, η σόγια που ευδοκίμησε τόσο πολύ ώστε η καλλιέργειά της σήμερα να καταλαμβάνει 60.416 εκατ. στρέμματα, με αποτέλεσμα η Β. να κατέχει τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια παραγωγή, μετά τις ΗΠΑ. Και στην καλλιέργεια βαμβακιού, η Β. κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο. Ένα άλλο ινώδες φυτό που διαδίδεται ολοένα και περισσότερο είναι η αγαύη, ενώ μικρότερη σημασία έχει η γιούτα. Από τις υπόλοιπες καλλιέργειες, αξιόλογες είναι αυτές του καπνού, του τσαγιού, του πιπεριού και άλλων μπαχαρικών.
Το τροπικό κλίμα ευνοεί πολύ τη φρουτοπαραγωγή που είναι πολύ μεγάλη· τα εσπεριδοειδή, οι μπανάνες, τα ροδάκινα, τα αχλάδια και οι ανανάδες αποτελούν τα κυριότερα φρούτα που παράγονται σε μεγάλες ποσότητες. Επίσης, στην περιοχή του Ρίο Γκράντε, Ιταλοί μετανάστες άρχισαν την αμπελοκαλλιέργεια που σήμερα είναι ιδιαίτερα αξιόλογη. Παράλληλα με τις καλλιέργειες που προορίζονται για εξαγωγή ή για τη βιομηχανία, υπάρχουν και άλλες που καλύπτουν μόνο την εσωτερική κατανάλωση: μανιόκα, πατάτες, καλαμπόκι, ρύζι και φασόλια. Το σιτάρι καλλιεργείται μόνο στη νότια Β. και η παραγωγή του είναι εντελώς ανεπαρκής, ενώ τα άλλα δημητριακά παράγονται σε μεγαλύτερες ποσότητες.
Τα δάση καλύπτουν περίπου το 57,3% της συνολικής επιφάνειας του εδάφους και αποτελούν μία σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή, της οποίας η εκμετάλλευση είναι μόνο μερική. Η κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών (όπως ο Διαμαζονικός αυτοκινητόδρομος και ο περιφερειακός του Βορρά) που διασχίζουν περιοχές πολύ λίγο γνωστές, δημιούργησαν νέες δυνατότητες· όμως, όπως είναι φυσικό, εύκολα μπορεί τα αποτελέσματα να είναι αντίθετα από τα επιθυμητά, γιατί καθετί το νέο εγκυμονεί και κινδύνους (στην περίπτωση αυτή, οικολογικούς) όταν δεν υιοθετηθεί ένα ορθολογικό πρόγραμμα, οπότε μπορεί οι ζημιές να είναι ανεπανόρθωτες. Ειδικά τα δάση της Αμαζονίας, που αποτελούν έναν από τους κυριότερους πνεύμονες της Γης, κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρότατες καταστροφές από την άλογη εκμετάλλευση. Συνεπώς, εξαιρετική σημασία έχει η πολιτική που ασκεί η CΟDΑΜ (Εταιρεία Ανάπτυξης της Αμαζονίας). Το δάσος που βρίσκεται προς την πλευρά του Ατλαντικού είναι η παρθένα περιοχή που προσέλκυσε τους αποίκους· από το γεγονός αυτό δεν είναι ανεξάρτητο το φαινόμενο εξαγωγής μεγάλων ποσοτήτων ξυλείας στην Ευρώπη, που αποτελούν πολύτιμο υλικό και για τις ναυτικές κατασκευές. Το πιο πολύτιμο είδος ξύλου είναι το πεύκο του Παρανά, που χρησιμεύει στη βιομηχανία κόντρα-πλακέ και στη βιομηχανία παρασκευής κυτταρίνης. Από τα υπόλοιπα πολύτιμα είδη ξυλείας αξίζει να αναφέρουμε τον παλίσανδρο, τον κέδρο, το πάου ρόζα, από το οποίο εξάγεται ένα πολύτιμο λάδι, καθώς και πολυάριθμα άλλα είδη. Από τα φοινικοειδή αναφέρουμε την καρναούμπα, από την οποία εξάγεται ένα κερί που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία εκρηκτικών υλών καθώς και για τη στίλπνωση του δέρματος. Το ξύλο αυτού του φυτού αξιοποιείται επίσης σε διάφορες χρήσεις και τα φύλλα του χρησιμεύουν στην κατασκευή σανδαλιών, πανεριών, καλαθιών και τσαντών· οι πολλαπλές χρήσεις του φυτού αυτού έκαναν τον Χούμπολτ να το ονομάσει δέντρο της θείας πρόνοιας. Στο πυκνό δάσος της βροχής φύεται από μόνη της και η εβέα η βραζιλιανή, ένα φυτό με ψηλό στέλεχος. Ο χυμός του συλλέγεται από τους σερινγκέιρος που αρχίζουν τη δουλειά με την ανατολή του ήλιου και την ολοκληρώνουν τις πρώτες ώρες του πρωινού, μεταφέροντας τα μεγάλα δοχεία που περιέχουν το κόμμι στα κέντρα συλλογής όπου γίνεται η πήξη και η συσκευασία του σε μπάλες. Η σημερινή παραγωγή όμως απέχει πολύ από την αντίστοιχη των πρώτων χρόνων του περασμένου αιώνα. Εκτός από την εβέα, υπάρχουν και άλλα φυτά που δίνουν καουτσούκ· οι ιθαγενείς συλλέγουν επίσης τον χυμό ενός άλλου φυτού, της σαποδίλα, που χρησιμεύει για την παρασκευή τσίχλας. Στα δάση των ημιτροπικών κλιμάτων συλλέγεται και το ματέ, με το οποίο παρασκευάζεται ένα ποτό παρόμοιο με το τσάι. Το 1991 η συνολική υλοτομία έφτασε τα 18.700.000 κυβικά μέτρα.Η κτηνοτροφία είναι μία δραστηριότητα που ασκείται σε μεγάλη κλίμακα εδώ και πολλούς αιώνες στις μεγάλες εκτάσεις σαβάνας του εσωτερικού της χώρας (κάμπος) και σύμφωνα με μεθόδους που θυμίζουν την αργεντινή πάμπα. Η ηπιότητα του κλίματος επιτρέπει στα κοπάδια των βοοειδών και των προβάτων να ζουν σε ημιελεύθερη κατάσταση, χωρίς να έχουν ανάγκη στάβλισης και χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερη επιτήρηση· όμως στις περιοχές όπου παρατηρούνται λίγες βροχοπτώσεις, ώστε να είναι αδύνατη η καλλιέργεια της γης έστω και με μικρή κατανάλωση νερού ή εκεί όπου σπανίζουν τα εργατικά χέρια, η κτηνοτροφία αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα αξιοποίησης των εδαφών. Οι Πορτογάλοι έφεραν για πρώτη φορά σε αυτές τις περιοχές άλογα, βόδια και πρόβατα, ζώα δηλαδή που μέχρι τότε ήταν άγνωστα στους γηγενείς. Ξεχωριστή σημασία έχει η κτηνοτροφία βοοειδών στη Β., η οποία μάλιστα κατέχει τη δεύτερη θέση σε όλο τον κόσμο. Η παραγωγή γάλακτος, βουτύρου και τυριού είναι ακόμα περιορισμένη σε σχέση με τις αντίστοιχες ανάγκες. Ανάμεσα στις ράτσες που εκτρέφονται, κυριαρχεί εκείνη του ζεμπού, που είναι η πιο ανθεκτική στις ασθένειες και από τις πιο αποδοτικές σε κρέας· σε πολλές περιοχές επικρατούν οι ντόπιες ποικιλίες, που είναι ανθεκτικές και προσαρμοσμένες στο περιβάλλον. Τις αραιοκατοικημένες περιοχές της ενδοχώρας που βασικά είναι βοσκότοποι, οι ντόπιοι τις αποκαλούν σερτάο. Η εκτροφή βοδιών είναι διαδεδομένη κυρίως στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και στις πολιτείες Σάο Πάολο, Μάτο Γκρόσο ντο Νόρτε, Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ και Γκοϊάς. Μικρότερη σημασία έχει η εκτροφή προβάτων, αλλά και αλόγων, γαϊδουριών και μουλαριών, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα τόσο για τη μεταφορά εμπορευμάτων όσο και ως μέσα συγκοινωνίας, ιδιαίτερα στο εσωτερικό όπου το οδικό δίκτυο είναι υποτυπώδες. Και η χοιροτροφία επίσης κυμαίνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, έστω και αν υστερεί σε σχέση με την εκτροφή βοοειδών, ενώ η σηροτροφία είναι διαδεδομένη ειδικά στην πολιτεία του Σάο Πάολο.
Σημαντική είναι η συνεισφορά της αλιείας στο επισιτιστικό ισοζύγιο· το ψάρεμα στη θάλασσα ασκείται εδώ και χρόνια στις πολιτείες της βορειοανατολικής περιοχής, από τη Σεαρά μέχρι την Μπαΐα, καθώς και κατά μήκος των ακτών, που αποτελούν ευνοούμενο ψαρότοπο και των Ιαπώνων ψαράδων. Στις νότιες περιοχές οι ψαράδες είναι λιγότερο δεμένοι με τη θάλασσα, γιατί αφιερώνουν και στη γεωργία ένα τμήμα του χρόνου τους, ώστε να συμπληρώνουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημά τους. Κατά μήκος των ακτών των πολιτειών Σάντα Καταρίνα και Ρίο Γκράντε ντο Σουλ γίνεται ευρεία χρήση των μηχανοκίνητων σκαφών, τα οποία είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στην αλιεία γαρίδας. Στις λίμνες και στους ποταμούς (κυρίως στην περιοχή της Αμαζονίας), το ψάρεμα ασκείται συχνά σύμφωνα με τις παραδοσιακές μεθόδους και κυρίως την εποχή που χαμηλώνουν τα νερά (το 1997 τα αλιεύματα έφτασαν συνολικά τους 820.000 τόνους).Η πορτογαλική κατάκτηση. Πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, οι ιθαγενείς της Β. ζούσαν σε φυλετικές ομάδες διάσπαρτες είτε κατά μήκος της ακτής είτε στα δάση της ενδοχώρας· καμία όμως από αυτές δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στις άλλες και να δημιουργήσει με αυτό τον τρόπο μία κραταιά κεντρική εξουσία. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν παρουσίασε δυσκολίες στρατιωτικής φύσης η απόβαση των Πορτογάλων που έγινε το 1500: ο ναύαρχος Πέντρο Αλβάρες Καμπράλ (1467-1520) ήταν αυτός που ύψωσε πρώτος την πορτογαλική σημαία στις ακτές του Νέου Κόσμου, μεταξύ 22 και 23 Απριλίου 1500. Ο Καμπράλ έδωσε στα εδάφη που κατέκτησε το όνομα Γη της Βέρα Κρους. Λίγο αργότερα όμως υιοθετήθηκε το όνομα Μπραζίλ, από την αντίστοιχη ονομασία ενός ξύλου εξαιρετικής ποιότητας, χρήσιμου στην υφαντουργία, που βρέθηκε σε μεγάλες ποσότητες στη χώρα. Οι διαδοχικές αποστολές που ακολούθησαν, σε μία από τις οποίες συμμετείχε και ο Αμέρικο Βεσπούτσι, επέτρεψαν στη βασιλική εξουσία της Λισαβόνας να συνειδητοποιήσει την τεράστια έκταση της χώρας που είχε κατακτηθεί, αλλά λίγοι ήταν αυτοί που κατανόησαν τη σημαντικότητα της κατάκτησης. Αντίθετα, μπορεί να λεχθεί σχεδόν με βεβαιότητα ότι η επιχείρηση του Καμπράλ αξιολογήθηκε ορθότερα από άλλες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Ισπανίας. Πράγματι, γαλλικά και ισπανικά σκάφη άρχισαν να πλέουν στα ύδατα της Β. και συχνά έκαναν επιθέσεις στα πλοία των Πορτογάλων, παρεμποδίζοντας τη διακίνηση αγαθών και ατόμων που είχε αρχίσει σιγά-σιγά ανάμεσα στη Β. και στη μητρόπολη. Έγιναν ακόμα και απόπειρες κατάκτησης της χώρας, όπως εκείνη των Γάλλων στο Περναμπούκο, που έληξε με την αποπομπή τους το 1530. Τον ίδιο χρόνο, ο Πορτογάλος βασιλιάς Ιωάννης Γ’ (1521-57) αποφάσισε να επεκτείνει το ενδιαφέρον του για την αμερικανική αποικία. Από διοικητική άποψη, η αποικία συγκροτήθηκε για πρώτη φορά το 1533, όταν ο Ιωάννης Γ’ εγκαθίδρυσε στη Β. το σύστημα των καπιτανίας. Την καπιτανία αποτελούσε μία ορισμένη έκταση, που ο ηγεμόνας παραχωρούσε σε έναν ευγενή εντολοδόχο· η χώρα ήταν διαιρεμένη σε δώδεκα καπιτανίας. Όμως πολύ γρήγορα οι καπιτανίας μεταβλήθηκαν σε σχεδόν επικυρίαρχες διοικητικές οντότητες, η καθεμία με τα προβλήματά της. Έτσι είχε η κατάσταση, όταν ο ίδιος ο βασιλιάς Ιωάννης Γ’ περιόρισε τις πολιτικές δικαιοδοσίες των εντολοδόχων (1549) και διόρισε έναν γενικό διοικητή, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Τομέ ντε Σόουζα (1549-53), και ονόμασε την Μπαΐα πρωτεύουσα της αποικίας. Ένας από τους διαδόχους του, ο Μεμ ντε Σα (1557-72), κατόρθωσε να απωθήσει τους Γάλλους εισβολείς το 1567 και την ίδια χρονιά, στον τόπο που είχε επιλεγεί από τους εισβολείς για την οικοδόμηση ενός οχυρού, ίδρυσε το Ρίο ντε Τζανέιρο.
Όταν το 1580 η Πορτογαλία κατακτήθηκε από τους Ισπανούς, την ίδια τύχη είχε και η Β. Το διάλειμμα διήρκεσε μέχρι το 1640 και αποτέλεσε για τη Β. ένα γεγονός αποφασιστικής σημασίας, σε ό,τι αφορά την εθνική της διαμόρφωση. Άγγλοι, Γάλλοι και Ολλανδοί διείσδυσαν στη χώρα κατά περιόδους. Οι πρώτοι οπωσδήποτε δεν αποτέλεσαν σοβαρή απειλή για τη χώρα, ενώ οι Γάλλοι κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην περιοχή που σήμερα αποτελεί την πολιτεία Μαρανιάο· εκδιώχθηκαν οριστικά από τη χώρα το 1615. Οι Ολλανδοί δημιούργησαν την αποικία τους στο βορειοανατολικό τμήμα της Β., απ’ όπου και άρχισαν να επεκτείνουν σιγά-σιγά τις κατακτήσεις τους μέχρι που δημιούργησαν μια οργανική κτήση. Όλα αυτά γίνονταν στη διάρκεια της διακυβέρνησης του πρίγκιπα Ιωάννη Μαυρίκιου του Νασάου (1637-44), απεσταλμένου της κυβέρνησης της Χάγης για να δημιουργήσει στην αποικία βάσεις για ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στους Ολλανδούς, τους Πορτογάλους και τους ιθαγενείς. Νικημένοι από τους Πορτογάλους-Βραζιλιάνους στις δύο μάχες του Γκουαραράπες (19 Απριλίου 1648 και 19 Φεβρουαρίου 1649), οι Ολλανδοί επιχείρησαν για μία τελευταία φορά να αμυνθούν στη Ρεσίφε, αλλά το 1654 αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν.
Η επιστροφή των Πορτογάλων. Όταν η Β. περιήλθε και πάλι στην πορτογαλική διοίκηση, πολλές αλλαγές είχαν στο μεταξύ πραγματοποιηθεί. Οι Πορτογάλοι είχαν αφήσει μία αποικία με ελλιπή οργάνωση και έναν πληθυσμό αβέβαιο για τη μοίρα του· όταν επανήλθαν, βρήκαν μία πραγματικά ζωντανή αποικία, με ελπίδες και εμπιστοσύνη για το αύριο. Οι αγώνες ενάντια στους ξένους είχαν ενισχύσει τις εσωτερικές επεκτατικές τάσεις προς κάθε κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι ορίζοντες της χώρας. Οι τάσεις αυτές ξεκινούσαν αφενός από τους ιησουίτες, αφετέρου από τους κατοίκους της περιοχής του Σάο Πάολο· οι πρώτοι είχαν διεισδύσει στα δάση της ενδοχώρας με σκοπό να προσηλυτίσουν τους ιθαγενείς στον καθολικισμό, ενώ οι δεύτεροι επιδόθηκαν στην αναζήτηση νέων πηγών πλουτισμού και συνέλαβαν πολλούς ιθαγενείς για να εξασφαλίσουν νέα εργατικά χέρια για την καλλιέργεια των φυτειών τους, με μηδαμινά ανταλλάγματα. Οι αντιτιθέμενοι στόχοι των δύο ομάδων ήταν αναπόφευκτο να τις οδηγήσουν κάποτε σε σύγκρουση, γεγονός που έγινε πραγματικότητα όταν η Β. βρισκόταν ακόμα υπό την κυριαρχία των Ισπανών. Οι πιονιέροι του Σάο Πάολο, οι αναφερόμενοι ως μπαντεϊράντες (ονομασία που προέρχεται από τη σημαία –μπαντιέρα στα πορτογαλικά– που έσειαν), έφτασαν στα σύνορα της σημερινής Παραγουάης όπου οι ιησουίτες είχαν ιδρύσει αποικίες αυτοχθόνων φυλών, τις ονομαστές ρεντουσιόνες της Παραγουάης. Επανειλημμένως οι μπαντεϊράντες αποπειράθηκαν να σπάσουν την αμυντική γραμμή των ρεντουσιόνες, αλλά πάντοτε απωθούνταν ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις. Τότε στράφηκαν σε άλλες κατευθύνσεις και κυρίως στα νότια, προς τη λεκάνη του Παρανά. Έτσι, το πρώτο μισό του 17ου αι. άρχισε ο αποικισμός αυτών των εδαφών, που αποδείχτηκαν από τα πιο γόνιμα ολόκληρης της Β. Στο μεταξύ, και στην κεντρική και στη βόρεια περιοχή είχαν γίνει ανάλογες εκστρατείες προς το εσωτερικό, τις οποίες πραγματοποίησαν κυρίως κάτοικοι του Ρίο ντε Τζανέιρο και της Μπαΐα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξόρμηση δεν αποσκοπούσε μόνο στην ανακάλυψη νέων εδαφών και στη σύλληψη σκλάβων, αλλά και στην εξεύρεση χρυσού και πολύτιμων λίθων, των οποίων είχε γίνει γνωστή η ύπαρξη. Η φρενίτιδα του χρυσού αποτέλεσε την αρχή μιας ταραγμένης περιόδου που σημαδεύτηκε από τον πόλεμο των εμποάμπας (1707-9) καθώς και τον πόλεμο των μασκάτες (1709-11).
Οι νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές της Β. ανάγκασαν την πορτογαλική κυβέρνηση να θεσπίσει νέα όργανα εξουσίας και ελέγχου. Έτσι, ιδρύθηκαν πολλές ισχυρές εμπορικές εταιρείες με στόχο τη διασφάλιση των πηγών αυτών, μέσω του μονοπωλίου των αγαθών. Παρ’ όλα αυτά, το προνομιούχο μονοπωλιακό καθεστώς των παραπάνω εταιρειών θεσμοθετήθηκε μόνο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι., από τον Πορτογάλο πρωθυπουργό μαρκήσιο Πομπάλ, που, στο πλαίσιο του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του οποίου ήταν εμπνευστής, είχε συλλάβει ένα σύστημα που έδινε τη δυνατότητα στην Πορτογαλία να αντισταθεί επιτυχώς στον εμπορικό επεκτατισμό της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας.
Στον τομέα της διακυβέρνησης, ο Πομπάλ μείωσε τον αριθμό των Βραζιλιάνων εντολοδόχων (ντονατάριος), δημιούργησε δύο δικαστήρια, ένα στην Μπαΐα και ένα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ενσωμάτωσε ξανά στην αποικία το Μαρανιάο, που υπό την ισπανική κατοχή είχε γίνει ημιαυτόνομο από διοικητική άποψη, και μετέφερε το 1763 την πρωτεύουσα της Β., που είχε ήδη γίνει το 1714 υποβασίλειο, από την Μπαΐα στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Πορεία προς την ανεξαρτησία. Έπειτα από την πεφωτισμένη απολυταρχία, που οδήγησε στην τυπική κατοχύρωση της κατάργησης της δουλείας για τους ιθαγενείς (1758) καθώς και στην έξωση των ιησουιτών (1759), άρχισε η παρακμή, ιδιαίτερα εξαιτίας της πολιτικής της νέας βασίλισσας Μαρίας Α’ (1777-1816) και των συμβούλων της, η οποία προκάλεσε σε ολόκληρη τη Β. μεγάλη εχθρότητα για τη Λισαβόνα. Οι επαναστατικές κινήσεις δεν άργησαν. Στο Περναμπούκο, στη Μίνας Γκεραΐς και στο Σάο Πάολο κάθε τόσο ξεφύτρωναν σύλλογοι αστών και διανοουμένων όπου οι λέξεις ελευθερία και χειραφέτηση φλόγιζαν τα πνεύματα. Οπωσδήποτε, όμως, η Γαλλική επανάσταση υπήρξε ο σπινθήρας και για την ανεξαρτησία της Β.· η απόσχιση από την Πορτογαλία ωρίμασε ακριβώς στο πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων που επακολούθησαν. Το 1807, όταν ο Ναπολέων βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, διέταξε τον στρατάρχη Ζινό να νικήσει τους Πορτογάλους για να πάρει μία πολύτιμη βάση από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι Πορτογάλοι, που δεν κατόρθωσαν με τίποτα να ανακόψουν τη νικηφόρα πορεία των Γάλλων, έπειτα από συμβούλιο με τους Άγγλους συμμάχους τους αποφάσισαν να καταφύγουν στη Β. και εκεί να αναμείνουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Μετά από μία σύντομη στάση στην Μπαΐα (7 Μαρτίου 1808), αποβιβάστηκαν στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Το 1816, η βασίλισσα Μαρία πέθανε και τη διαδέχτηκε ο γιος της Ιωάννης ΣΤ’, που ονομάστηκε βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου της Πορτογαλίας και της Β. Τον ίδιο χρόνο ο Ιωάννης ΣΤ’ εισέβαλε στην ισπανική αποικία της Μπάντα Οριεντάλ (σημερινή Ουρουγουάη), την κατέλαβε και στη συνέχεια την ονόμασε επαρχία της Β. με την ονομασία Σισπλατίνα. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο Ιωάννης ΣΤ’ επέστρεψε στην Πορτογαλία (Απρίλιος 1821), αναθέτοντας στον γιο του Πέτρο καθήκοντα αντιβασιλέα στη Β. Οι Πορτογάλοι, όμως, ερμήνευσαν την ανάληψη καθηκόντων από τον Πέτρο ως προνόμιο ανεξαρτητοποίησης της αποικίας τους· στο μεταξύ, το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση της Πορτογαλίας κοινοποίησαν κατ’ επανάληψη στον πρίγκιπα Πέτρο ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να επαναφέρει τη Β. στο παλαιό καθεστώς. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είχαν όμως διαφορετική γνώμη: όλος ο λαός της Β. τάχθηκε στο πλευρό του νεαρού αντιβασιλέα και τον ενίσχυσε στην προάσπιση των θέσεών του. Ο Πέτρος πήρε ξανά τη διαταγή να επιστρέψει στην πατρίδα ενώ βρισκόταν με τα στρατεύματά του στις όχθες του ποταμού Ιπιράνγκα, στις πύλες του Σάο Πάολο· σε αυτή την περίπτωση στράφηκε προς τους στρατιώτες του και φώναξε «Ανεξαρτησία ή θάνατος!». Ήταν 7 Σεπτεμβρίου 1822. Με την Κραυγή της Ιπιράνγκα η ανεξαρτησία της Β. ήταν πλέον γεγονός.
Στις 1 Δεκεμβρίου, ο Πέτρος στέφθηκε αυτοκράτορας της Β., πήρε τον τίτλο Πέτρος Α’ και δύο χρόνια αργότερα έδωσε στη χώρα το πρώτο της σύνταγμα, που ήταν απολυταρχικού τύπου.
Οι αυτοκρατορίες του Πέτρου Α’ και του Πέτρου Β’. Νέες δυσχέρειες διαγράφηκαν στον ορίζοντα μετά τον θάνατο (1826) του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη ΣΤ’. Κανονικά, ο Πέτρος Α’ θα έπρεπε να κληρονομήσει τον θρόνο, αλλά τον απαρνήθηκε για να μην επαναφέρει στο προσκήνιο το πρόβλημα της Β. Γι’ αυτό και ονόμασε βασίλισσα της Πορτογαλίας την πεντάχρονη κόρη του, Μαρία Β’, που την αρραβώνιασε με τον θείο του, Μιχαήλ. Αφού ξεπεράστηκε αυτό το ακανθώδες πρόβλημα, η Β. θα μπορούσε κατά τα φαινόμενα να έχει ελπίδες για μία συνεχή ομαλότητα. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, όταν εξαιτίας της κατοχής της Μπάντα Οριεντάλ, ξέσπασε πόλεμος με την Αργεντινή, ο οποίος διήρκεσε μέχρι το 1828 και κατέληξε σε συμφωνία που αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Ουρουγουάης. Το 1831, ο Πέτρος παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Πέτρου ντ’ Αλκαντάρα, που εκείνη την εποχή είχε μόλις συμπληρώσει τα πέντε του χρόνια. Ο μικρός ηγεμόνας πλαισιωνόταν από ένα συμβούλιο του θρόνου μέχρι το 1840, οπότε άρχισε να ασκεί τα καθήκοντά του με το όνομα Πέτρος Β’. Ο νέος ηγεμόνας αφοσιώθηκε στην εσωτερική ειρήνευση, επειδή είχε την πεποίθηση ότι μόνο η ειρήνη και η τάξη θα επέτρεπαν στη χώρα να αναπτυχθεί και να προοδεύσει. Συνεπής σε αυτές τις αρχές, κατέπνιξε τη μία μετά την άλλη τις εξεγέρσεις του Μαρανιάο (1841), του Σάο Πάολο και της Μίνας Γκεραΐς (1842), του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ (1845) και, τέλος, την εξέγερση του Περναμπούκο (1849). Σε ό,τι αφορά τον διεθνή χώρο, η Β. γύρω στα 1850 βοήθησε τους Ουρουγουανούς φιλελεύθερους ενάντια στον Αργεντινό δικτάτορα Χουάν Μανουέλ δε Ρόσας· επίσης, από το 1865 μέχρι το 1870 πολέμησε στο πλευρό της Ουρουγουάης και της Αργεντινής (Τριπλή Συμμαχία) ενάντια στο καθεστώς της Παραγουάης που είχε επικεφαλής τον Φρανσίσκο Σολάνο Λόπες.
Στο μεταξύ, μεγάλες αλλαγές είχαν συντελεστεί στο οικονομικό πεδίο. Μετά το 1850, στις νότιες επαρχίες και κυρίως στο Σάο Πάολο και στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ είχε διαδοθεί η καλλιέργεια του καφέ. Οι φυτείες καφέ πολλαπλασιάστηκαν με ταχύ ρυθμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας ισχυρής παράταξης, την οποία αποτελούσαν οι γαιοκτήμονες και οι χονδρέμποροι που συναγωνίζονταν σε πλούτο και συνεπώς και σε πολιτική επιρροή την παράταξη των μεγαλοβαμβακοπαραγωγών του βορρά. Ακόμα, ενώ η οικονομία του βορρά έφθινε γιατί εξακολουθούσε να βασίζεται στη δουλεία, στις νοτιοκεντρικές περιοχές οι νέες εργατικές ανάγκες επέφεραν κάποια κινητικότητα στον εργασιακό χώρο. Στο Σάο Πάολο, που αποτελούσε επίκεντρο των νέων ρευμάτων, γρήγορα δημιουργήθηκαν προοδευτικοί και φιλελεύθεροι πολιτικοί σύνδεσμοι, που έβλεπαν υπό άλλο πρίσμα τις προοπτικές ανάπτυξης και στόχευαν γενικότερα σε μία μεταρρύθμιση της κρατικής δομής.
Έτσι, ο ρους των γεγονότων επιταχύνθηκε. Το 1871 συστάθηκε στο Σάο Πάολο το Κόμμα των Δημοκρατικών, με επικεφαλής τον Ναμπούκο ντε Αραούζο και τον Ζοακίμ Ναμπούκο. Τον ίδιο χρόνο, οι φιλελεύθεροι εκμεταλλεύτηκαν μία σύντομη απουσία από τη χώρα του Πέτρου Β’ και έπεισαν την αντιβασίλισσα πριγκίπισσα Ιζαμπέλα, κόρη του αυτοκράτορα, να υπογράψει έναν νόμο που εμπόδιζε, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, τη δουλεία· ο νόμος αυτός έγινε γνωστός με το όνομα του υποστηρικτή του, του υποκόμη Ρίο Μπράνκο, και έδινε την ελευθερία στα παιδιά των μαύρων σκλάβων. Στη συνέχεια, ξέσπασαν πολλά λαϊκά κινήματα καθώς και εξεγέρσεις των σκλάβων. Η κατάσταση οξύνθηκε μετά το 1880· οι τάξεις των δημοκρατικών πλήθαιναν συνεχώς και η προπαγάνδα υπέρ της κατάργησης της δουλείας επιτεινόταν βρίσκοντας συνεχώς νέο έδαφος. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Πέτρου Β’, που βρισκόταν στην Ευρώπη, η αντιβασίλισσα Ιζαμπέλα υπέγραψε τον νόμο της ολοκληρωτικής κατάργησης της δουλείας. Τώρα πλέον, η αυτοκρατορία είχε καταλυθεί ουσιαστικά. Και πράγματι, στις 15 Νοεμβρίου 1889, ο στρατάρχης Μανουέλ Ντεόντορο ντα Φονσέκα, αρχηγός του στρατού, υπέβαλε στον αυτοκράτορα τελεσίγραφο για να επιτύχει την παραίτησή του. Ο Πέτρος Β’ δεν προέβαλε αντίσταση και η Β. ονομάστηκε δημοκρατία.
Από τις απαρχές της δημοκρατίας μέχρι το 1930. Πρώτος προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας ήταν ο ίδιος ο Φονσέκα (1889-91) που στις 24 Φεβρουαρίου 1891 θέσπισε το πρώτο σύνταγμα· σύμφωνα με αυτό, ιδρύονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Β., που ήταν ομοσπονδιακό κράτος, η κεντρική εξουσία είχε έδρα το Ρίο ντε Τζανέιρο, ενώ πλαισιωνόταν από τοπικές κυβερνήσεις που είχαν έδρα στις διάφορες πολιτείες.
Τα πρώτα χρόνια της νεοσύστατης δημοκρατίας ήταν πολύ ταραγμένα, αλλά στον διεθνή χώρο είχε μία επιτυχία με την ευνοϊκή διευθέτηση του συνοριακού της προβλήματος, που εξελίχθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο με την απόκτηση νέων εδαφών, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική επιδεξιότητα του υπουργού Εξωτερικών Ρίο Μπράνκο.
Το 1914 εξελέγη πρόεδρος ο Βενσέσλαου Μπραζ Περέιρα Γκόμες, ο οποίος αντιμετώπισε αμέσως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αντιστεκόμενος στις πιέσεις των Γερμανών, κατόρθωσε να κρατήσει το κράτος ουδέτερο μέχρι το 1917· αυτόν τον χρόνο όμως η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο καθώς και η βύθιση, από γερμανικά υποβρύχια, ορισμένων εμπορικών βραζιλιάνικων σκαφών εξανάγκασαν τον Περέιρα Γκόμες να κηρύξει τον πόλεμο στις Κεντρικές αυτοκρατορίες (26 Οκτωβρίου 1917). Η Β. συμμετείχε στη διανομή που επακολούθησε της νίκης, αλλά η ευδαιμονία δεν κράτησε πολύ· μετά το 1920 η τιμή του καφέ σημείωσε κάθετη πτώση, γεγονός που απείλησε τη μεγάλη σε όγκο παραγωγή της χώρας. Το φάσμα της οικονομικής καταβαράθρωσης παρουσιάστηκε απειλητικό. Ακολούθησε μία σειρά από κοινωνικές αναταραχές που αντιμετωπίστηκαν με δυσκολία από τους προέδρους Επιτάσιο ντα Σίλβα Πεσόα (1919-22), Άρτουρ Μπερνάρντες (1922-26) και Ουάσινγκτον Λουίς Περέιρα ντε Σόουζα (1926-30). Το κραχ της Γουόλ Στριτ στις ΗΠΑ και η διεθνής κρίση του 1929 οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Τότε έκανε την εμφάνισή του ο Ζετούλιο Βάργκας (1883-1954).
Η εποχή του Ζετούλιο Βάργκας. Η προεδρία του Βάργκας, που επιβλήθηκε βίαια το 1930, δεν ήταν παρά μια δικτατορία. Και δικτατορία παρέμεινε για 15 χρόνια· ορισμένες φορές μόνο φόρεσε το προσωπείο μερικών υποτιθέμενων συνταγματικών εγγυήσεων.
Όμως, όσο και αν φαντάζει περίεργο, η δικτατορία αυτή στάθηκε χρήσιμη στη Β. για τη σφυρηλάτηση των δημοκρατικών θεσμών των κυβερνήσεων που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Αυτό συνέβη επειδή ο Βάργκας ήταν ο πρώτος Βραζιλιάνος εκπρόσωπος της εξουσίας που κατανόησε και προσπάθησε να λύσει τα προβλήματα της χώρας σε εθνικό επίπεδο, κάνοντας μια απόπειρα να υπερκεράσει τον κοντόφθαλμο τοπικισμό, καταργώντας τα κατά τόπους κέντρα άσκησης της εξουσίας και συγκεντρώνοντας τις κυβερνητικές εξουσίες. Ο Βάργκας χτύπησε με διάφορους τρόπους τους επαρχιώτες μεγαλοϊδιοκτήτες και τους συμμάχους τους· όχι πάντοτε με επιτυχία, αλλά χωρίς αμφιβολία ικανοποίησε μια λογική φιλοδοξία του όταν μπόρεσε να δώσει στην ομοσπονδιακή εξουσία όλα τα φορολογικά δικαιώματα που μέχρι τότε διατηρούσαν οι τοπικές αρχές. Ασκούσε, δίχως άλλο, απολυταρχικά και αυστηρά την εξουσία, γι’ αυτό και προσέκρουσε σε εμπόδια στην πορεία του.
Η εξέγερση του Σάο Πάολο (Ιούλιος 1932), της οποίας η καταστολή απαίτησε την αποστολή στρατευμάτων από το Ρίο, αποτελεί περίτρανη απόδειξη της δύσβατης πορείας του Βάργκας. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν και θετικά στοιχεία, από τα οποία τα βασικότερα ήταν η δημιουργία κινήτρων για την εκβιομηχάνιση της χώρας και η διαφοροποίηση των καλλιεργειών. Ο Βάργκας έδωσε στη χώρα δύο συντάγματα: ένα δημοκρατικού τύπου το 1934 και ένα άλλο, το 1937, συντεχνιακού τύπου, που είχε ως πρότυπο αφενός το ιταλικό φασιστικό σύστημα, αφετέρου το πορτογαλικό σύστημα του επίσης δικτάτορα Σαλαζάρ. Η Β. έγινε μια δεδηλωμένη δικτατορία.
Τα χρόνια πέρασαν και η Β. υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Παρά τους φόβους των ΗΠΑ και των άλλων δημοκρατιών, ο Βάργκας δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα του· απέκρουσε τις προτάσεις της χιτλερικής διπλωματίας και, τέλος, στις 22 Αυγούστου 1942 η Β. κήρυξε τον πόλεμο στον Άξονα και έστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα 25.000 αντρών στο ιταλικό μέτωπο όπου και συμμετείχε στις επιχειρήσεις μαζί με τους Συμμάχους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το 1945, ο Βάργκας υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει την αντιπολιτευτική πολιτική όλων των δημοκρατικών στοιχείων, που δίκαια διεκδικούσαν και για τη Β. τις εγγυήσεις και τις ελευθερίες για τις οποίες η χώρα είχε πολεμήσει στην Ευρώπη. Ύστερα από μια σαφή ειδοποίηση του στρατού, ο πρόεδρος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Στις 2 Δεκεμβρίου 1945 έγιναν εκλογές για νέο αρχηγό του κράτους, στις οποίες και νίκησε ο στρατηγός Εουρίκο Γκασπάρ Ντούτρα, υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με κεντροδεξιά απόκλιση.
Η Β., που ενδυναμώθηκε από την ανάκτηση της ελευθερίας της, δεν κατάργησε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε επιβάλει το προηγούμενο καθεστώς, αλλά απλώς τις προσάρμοσε στο νέο κλίμα. Σιγά-σιγά, όμως, άρχισε να οπισθοδρομεί σε ό,τι αφορά τις λαϊκές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα γρήγορα να δημιουργηθεί ένα κλίμα δυσαρέσκειας, κυρίως ανάμεσα στις τάξεις των εργαζομένων και των βιομηχάνων, που είχαν δημιουργήσει τις επιχειρήσεις τους κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Βάργκας ή είχαν ευθέως ευνοηθεί από αυτόν. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου δημιουργία ενός φιλοβαργκικού μετώπου, που πρότεινε στον ήδη ηλικιωμένο δικτάτορα να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της δημοκρατίας, αλλά αυτή τη φορά με ένα δημοκρατικό πρόγραμμα. Ο Βάργκας αποδέχτηκε την πρόταση και συμμετείχε επίσημα στο ψηφοδέλτιο του Εργατικού Κόμματος. Η νίκη του, το 1950, ήταν συντριπτική.
Όταν επανήλθε στην εξουσία ο Βάργκας, εφάρμοσε ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και ανάμεσα στα άλλα μέτρα του συγκρότησε έναν κρατικό οργανισμό για την εκμετάλλευση των αποθεμάτων πετρελαίου (Ρetrobras). Αλλά αυτή η κυβερνητική πολιτική, που απαίτησε σημαντικές κρατικές δαπάνες, επέτεινε τις πληθωριστικές τάσεις της οικονομίας. Οι ομάδες που εναντιώνονταν στην πολιτική του Βάργκας, εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις και κατάφεραν να αρχίσουν μια εκστρατεία ενάντια στην κυβέρνηση (1954), καταλογίζοντας προσωπικά στον Βάργκας ευθύνες για τα δεινά που ταλάνιζαν τη χώρα.
Τον Αύγουστο, οι δυνάμεις της συντήρησης και οι στρατιωτικοί αποφάσισαν να περάσουν στην επίθεση. Έστειλαν ένα τελεσίγραφο στον Βάργκας και του ζήτησαν να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά την προεδρία της δημοκρατίας. Ο Βάργκας δεν δέχτηκε και στις 24 του ίδιου μήνα αυτοκτόνησε, μην μπορώντας να αποδεχτεί μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση.
Η εύθραυστη μεταπολεμική δημοκρατία. Το τέλος αυτού του αμφιλεγόμενου πολιτικού της Β. επιτάχυνε την εκδήλωση μιας σοβαρότατης πολιτικής κρίσης στη χώρα, όπου με τις εκλογές του Οκτωβρίου 1955 εξελέγη πρόεδρος ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ, ενώ αντιπρόεδρος αναδείχθηκε ο Ζοάο Γκούλαρτ, πιστός φίλος του Βάργκας. Η νέα διοίκηση, που ανέλαβε καθήκοντα το 1956, συνέχισε την πολιτική του προκατόχου της ενάντια στις απαρχαιωμένες οικονομικές δομές, αν και ήταν πιο συγκαταβατική προς το ξένο κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο έργο του Κούμπιτσεκ ήταν οπωσδήποτε η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της χώρας, που κατασκευάστηκε από το μηδέν στο υψίπεδο Γκοϊάς και η οποία πήρε το όνομα Μπραζίλια· η πόλη αυτή αντικατέστησε επίσημα το Ρίο ντε Τζανέιρο ως διοικητικό κέντρο της Β. στις 21 Απριλίου 1960.
Το 1960, οι εκλογείς επέλεξαν ως διάδοχο του Κούμπιτσεκ τον κυβερνήτη του Σάο Πάολο, Ζάνιο Κουάντρος· παρ’ όλα αυτά, οι εκλογείς, θέλοντας να υπενθυμίσουν το πόσο αναγκαία ήταν η ικανοποίηση ορισμένων αναγκών, επέβαλαν ως αντιπρόεδρο τον Γκούλαρτ. Και ο Κουάντρος, όταν ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο 1961, παρέμεινε δέσμιος των πληθωριστικών μηχανισμών και δεν κατάφερε να καταρτίσει ένα πρόγραμμα εξυγίανσης της οικονομίας. Σύμφωνα με το σύνταγμα, θα έπρεπε να τον διαδεχτεί ο Ζοάο Γκούλαρτ· οι συντηρητικοί όμως και οι στρατιωτικοί, που έκριναν ότι ο αντιπρόεδρος είχε αριστερίζουσες ιδέες, προέβαλαν ξεκάθαρα την αντίρρησή τους. Η χώρα βρισκόταν και πάλι στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Η κρίση κορυφώθηκε όταν επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός: το κογκρέσο τροποποίησε το σύνταγμα (2 Σεπτεμβρίου), καταργώντας το σύστημα της προεδρικής δημοκρατίας· ύστερα από αυτή την αλλαγή οι στρατιωτικοί αποδέχτηκαν να αναλάβει καθήκοντα ο Γκούλαρτ (7 Σεπτεμβρίου). Έτσι, από το φθινόπωρο του 1961 η Β. είχε πρόεδρο τον Γκούλαρτ, αλλά παράλληλα με αυτόν ασκούσε την εξουσία και ένα υπουργικό συμβούλιο που ήταν υπόλογο ενώπιον του κογκρέσου. Το σύστημα αυτό ίσχυσε επί έναν χρόνο και πλέον· ένα δημοψήφισμα που έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1963 επανέφερε σε ισχύ το παλαιό σύστημα παραχωρώντας πλήρη προεδρικά δικαιώματα στον Γκούλαρτ. Η απόφαση όμως του προέδρου να προωθήσει τη γεωργική μεταρρύθμιση τον έφερε σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς, με αποτέλεσμα στις 31 Μαρτίου 1964 οι κυβερνήτες ορισμένων πολιτειών να εξεγερθούν και να ζητήσουν την επέμβαση του στρατού.
Μόλις απομακρύνθηκε ο Γκούλαρτ, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν ντε φάκτο την εξουσία (2 Απριλίου 1964) και ο στρατάρχης Ουμπέρτο Καστέλο Μπράνκο ορίστηκε προσωρινός πρόεδρος. Στις 9 Απριλίου, ο Μπράνκο θέσπισε τη Συνταγματική Πράξη Αρ. 1 που επέφερε αλλαγές στο σύνταγμα, σύμφωνα με τις οποίες ο πρόεδρος δεν θα εκλεγόταν πια με καθολική ψηφοφορία, αλλά από το κοινοβούλιο. Στη συνέχεια, μια νέα Συνταγματική Πράξη (27 Οκτωβρίου) κατάργησε επ’ αόριστον όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις, έθεσε εκτός νόμου τα κόμματα, επεξέτεινε τις αρμοδιότητες των στρατοδικείων σε όλα τα πολιτικά αδικήματα και υπήγαγε τη δικαιοδοσία του ανώτατου δικαστηρίου στην κυβέρνηση. Εξάλλου, συγκρότησε με δικομματικό σύστημα δύο πολιτικές οργανώσεις: την Ανανεωτική Εθνική Συμμαχία (ΑRΕΝΑ), που ήταν το κυβερνών κόμμα, και το Δημοκρατικό Βραζιλιάνικο Κίνημα (ΜDΒ), που έπαιζε τον ρόλο της αντιπολίτευσης.
Σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο, τον Καστέλο Μπράνκο διαδέχτηκε το 1967 ο στρατηγός Άρτουρ ντα Κόστα ε Σίλβα. Η ουσιαστικά δικτατορική φύση του νέου καθεστώτος φάνηκε περίτρανα από το σύνταγμα που θέσπισε στις 17 Οκτωβρίου 1969· το καθεστώς έγινε ακόμα πιο σκληρό όταν πήρε την εξουσία, έπειτα από τις παραιτήσεις του Κόστα ε Σίλβα (1969), ο στρατηγός Εμίλιο Γκαρασταζού Μέντισι. Το 1974 ανήλθε στην εξουσία ο στρατηγός Ερνέστο Ζέιζελ, του οποίου η κυβέρνηση κατάργησε τις φιλελεύθερες αρχές της εσωτερικής πολιτικής, που είχε αναγγείλει κατά την ανάρρησή του στην εξουσία. Ο ίδιος, την 1η Απριλίου 1977, επέβαλε νέα υπέρ-απολυταρχικά διατάγματα (κατάργηση του κοινοβουλίου και ανάθεση και της νομοθετικής εξουσίας στην εκτελεστική), τα οποία έπλητταν ευθέως τους αντιπάλους του καθεστώτος που πολύ λίγο άλλαξε και μετά την εκλογή (15 Οκτωβρίου 1978) του νέου προέδρου Φιγκερέιδο, δελφίνου του Ζέιζελ. Παρά τις προσπάθειες του προέδρου Ζοάο Μπατίστα Φιγκερέιδο να εφαρμόσει μια πολιτική εκδημοκρατισμού, η αντιπαράθεση στο στρατιωτικό καθεστώς κλιμακώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της επόμενης.
Στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Ιανουάριο του 1985 ο γερουσιαστής Τανρέντο Νέβες εξελέγη πρώτος μη στρατιωτικός πρόεδρος της Β. τα τελευταία 21 χρόνια. Μόλις δύο μήνες αργότερα, όμως, ο Νέβες ασθένησε και πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αντιπρόεδρος Χοσέ Σάρνεϊ, ο οποίος υιοθέτησε σημαντικές αλλαγές στο σύνταγμα της χώρας, ενισχύοντας τις προεδρικές εξουσίες. Η δολοφονία του οικολόγου ηγέτη Φρανσίσκο (Τσίκο) Μέντες το 1988 έφερε τα οικολογικά προβλήματα της ζούγκλας του Αμαζονίου, στη Β., στο επίκεντρο της διεθνούς σκηνής, με αφορμή τα τεράστια κυβερνητικά σχέδια αποψίλωσης των τροπικών δασών του Αμαζονίου. Τον Νοέμβριο του 1989, στις πρώτες από το 1960 προεδρικές εκλογές απευθείας ανάδειξης από τον λαό, εξελέγη πρόεδρος της χώρας ο νεαρός συντηρητικός Φερνάντο Κόλορ ντε Μέλο, με ποσοστό 53%. Ο νέος πρόεδρος της Β. έθεσε σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο οικονομικής μεταρρύθμισης, με πρώτο στόχο τη μείωση του πληθωρισμού που έτρεχε με 80%. Η αποτυχία του οικονομικού σχεδίου, σε συνδυασμό με τις καταγγελίες για διαφθορά, υποχρέωσαν τον Κόλορ ντε Μέλο να παραιτηθεί τον Μάιο του 1992 και το κογκρέσο ανέθεσε προσωρινά την προεδρία στον αντιπρόεδρο Ιταμάρ Φράνκο.
Το καλοκαίρι του 1992, η Β. αποτέλεσε το επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής με τη διεθνή διάσκεψη για το περιβάλλον που φιλοξένησε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, με τη συμμετοχή κυβερνητικών και μη οργανώσεων από όλο τον κόσμο. Το θέμα του Αμαζονίου, του μεγαλύτερου τροφοδότη νερού και οξυγόνου στον κόσμο (λόγω των δασών της περιοχής), είναι ασφαλώς ένα από τα σημαντικότερα που έχει να αντιμετωπίσει η βραζιλιάνικη κοινωνία κατά τον 21ο αι.
Στις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1994 πρόεδρος αναδείχτηκε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φερνάντο Καρντόσο, με ποσοστό 46% έναντι 23% του αριστερού υποψηφίου Λούλα ντα Σίλβα. Στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο του 1998 ο Καρντόσο επανεξελέγη, αλλά πολύ σύντομα είχε να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα (1999). Οι εκλογές που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 2002 ανέδειξαν πρόεδρο της Β. τον Λουίς Ινάτσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος υποσχέθηκε ριζικές μεταβολές στην οικονομία, αλλά και στη συνολική πολιτική.Η κουλτούρα των πρώτων αιώνων. Δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για βραζιλιάνικη λογοτεχνία, τουλάχιστον πριν από το 1750· οι δυόμισι πρώτοι αιώνες της αποικίας ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στείροι από λογοτεχνική άποψη. Οι μοναδικοί σχετικά επαρκείς πεζογράφοι, κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της αποικίας, ήταν ο Ζοζέ ντε Ανσιέτα (1534-1597), ο Πέρο Μαγκαλιάες Γκαντάβο, ο Γκαμπριέλ Σοάρες ντε Σόουζα (1540-1591) και, τέλος, ο μοναχός Βινσέντε ντο Σαλβαδόρ (1564-1636;). Από τους ποιητές, αξίζει να αναφέρουμε τον Γκρεγκόριο ντε Μάτος (1633-1696).
Κατά το πρώτο μισό του 18ου αι., το επίκεντρο της βραζιλιάνικης ιστορίας μετατοπίστηκε από τις παράκτιες πόλεις στην καπιτανία της Μίνας Γκεραΐς, όπου η ανακάλυψη του χρυσού προσέλκυσε πολλούς τυχοδιώκτες. Πολύ γρήγορα μεταλαμπαδεύτηκαν από την Ευρώπη οι λογοτεχνικές τάσεις της Αρκαδίας και του Διαφωτισμού και διαδόθηκαν από σπουδαίους ποιητές. Από αυτούς μνημονεύουμε τον Κλάουντιο Μανουέλ ντα Κόστα (1729-1789) και τον Τομάς Αντόνιο Γκονζάγκα (1744-1810), που αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο της σχολής Μινέιρα. Τα λεπταίσθητα ερωτικά ποιήματα της συλλογής του Μαρίλια ντε Ντιρσό αποτελούν πραγματικό κόσμημα της βραζιλιάνικης ποίησης του αιώνα. Άλλοι σημαντικοί συγγραφείς ήταν ο μοναχός Ζοζέ ντε Σάντα Ρίτα Ντουράο (1722-1784), ο Σεμπαστιάο ντα Ρόσα Πίτα (1660-1738), ο Ματίας Άιρες (1705-1770) και ο Νούνο Μάρκες Περέιρα (1652-1728).
Οι ρομαντικοί συγγραφείς και η άφιξη του ρεαλισμού. Η εποχή της αυτοκρατορίας, πρώτη φάση της εθνικής ανεξαρτησίας (1822-89), υπήρξε για τη Β. μια εποχή ειρηνικής προόδου και πολιτιστικού ανοίγματος προς τη σύγχρονη Ευρώπη. Με άλλα λόγια, στη λογοτεχνία κυριάρχησαν ευρωπαϊκά ρεύματα, και πρωτίστως ο ρομαντισμός. Πρώτοι Βραζιλιάνοι εκπρόσωποι του ρομαντισμού υπήρξαν δύο ποιητές ουσιαστικά νεοκλασικής παιδείας: ο Ζοζέ Μπονιφάσιο ντε Αντράδα ε Σίλβα (1765-1838) και ο Ζοζέ Ντομίνγκο Γκονσάλβες ντε Μαγκαλιάες (1811-1882)· όμως αμέσως μετά, και περίπου για σαράντα χρόνια, δέσποζε ο ρομαντισμός με διαφοροποιημένες τοπικές αποχρώσεις: τον αμερικανικό και τον νέγρικο εθνικισμό.
Ο πρώτος αυθεντικός Βραζιλιάνος ρομαντικός και ο μεγαλύτερος ταυτόχρονα ποιητής της εποχής του ήταν ο Αντόνιο Γκονσάλβες Ντίας (1823-1864), του οποίου τα ποιήματα Υ-Juca-Ρirama και Τimbiras (1848) αποτελούν την πρώτη συμβολή στον αμερικανικό εθνικισμό. Ο Γκονσάλβες Ντίας άνοιξε έναν νέο δρόμο που ακολούθησαν και πολλοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Αντόνιο Κάστρο Άλβες (1847-1871), ο Μανουέλ Αντόνιο Άλβαρες ντε Αζεβέδο (1831-1852), ο Τομπίας Μπαρέτο (1839-1889) και ο Ζοάο ντα Κρουζ ε Σούζα (1862-1898), που υπήρξε ο πρώτος μαύρος Βραζιλιάνος ποιητής.
Στο πεζογράφημα διακρίθηκαν δύο διηγηματογράφοι που εκπροσωπούν τις δύο ουσιαστικές τάσεις της ρομαντικής διηγηματογραφίας: την ηθογραφία που καλλιέργησε ο Ζοακίμ Μανουέλ ντε Μασέδο (1820-1882), συγγραφέας του έργου Η Αραπινούλα (Α moreninha, 1844), και το ιστορικό μυθιστόρημα που έχει τις ρίζες στον Γουόλτερ Σκοτ (Ιβανόης) και στο οποίο διέπρεψε ο Ζοζέ Μαρτινιάνο ντε Αλένκαρ (1829-1877), συγγραφέας του Ο guarani (1857) και του λυρικού και υποβλητικού μυθιστορήματος Ιracema (1865). Κορυφαίος μυθιστοριογράφος υπήρξε και ο Μανουέλ Αντόνιο ντε Αλμέιδα (1830-1861), ο οποίος στο βιβλίο του Ο λοχίας της εθνοφυλακής, έδωσε ένα ρεαλιστικό πορτρέτο της κοινωνίας της εποχής του.
Το 1870, οι ρομαντικές τάσεις αρχίζουν να ξεπερνιούνται, ενώ ξεπροβάλλουν οι ιδέες και μέθοδοι του θετικισμού, και αυτές προερχόμενες από την Ευρώπη, που αρχίζουν να εμπνέουν μια σειρά από πεζογράφους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν απτή τη βραζιλιάνικη πραγματικότητα στις ιστορικές, γεωγραφικές, εθνικές και κοινωνικές της διαστάσεις. Θετικιστικού περιεχομένου είναι, σε τελευταία ανάλυση, τα έργα του Ζοζέ Β. Κούτο ντε Μαγκαλιάες (1837-1898) και του Φρανσίσκο Αδόλφο Βαρνάγκεν (1816-1878).
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη διηγηματογραφία, η πρώτη συνειδητή αντίδραση στον εύκολο συναισθηματισμό των ρομαντικών εκπροσωπείται από τον Αλφρέδο ντε Εσκρανιόλε (1843-1899).
Το αστικό μυθιστόρημα. Από το αστικορεαλιστικό μυθιστόρημα προέρχεται ο πρώτος Βραζιλιάνος συγγραφέας διεθνούς φήμης, ο Ζοακίμ Μαρία Μασάδο ντε Ασίς (1839-1908). Περίπου την ίδια χρονική περίοδο, η ρεαλιστική πεζογραφία αποτέλεσε το φυτώριο άλλων αξιόλογων συγγραφέων. Ο Μπερνάρντο Ζοακίμ ντα Σίλβα Γκιμαράες (1825-1884) κατέστησε πρώτος κοσμαγάπητο τον κάτοικο του σερτάο, με μια σειρά από λαοφιλή μυθιστορήματα στα οποία συγκαταλέγεται το Ο seminarista (1872). Ο Ζοάο Φράνκλιν Τάβορα ντα Σιλβέιρα (1842-1888) συνέβαλε κι αυτός στην ανύψωση της εθνικής πεζογραφίας με το Cabeleiro (1876), με το οποίο θέλησε να αντιδράσει ανοιχτά ενάντια στη ρομαντική εξιδανίκευση, μεταμοσχεύοντας στο μυθιστόρημα την επιστημονική νοοτροπία του κοινωνιολόγου.
Αποφασιστικό βήμα προς τον νατουραλισμό πραγματοποίησαν άλλοι διηγηματογράφοι, από τον βορρά: ο Αλουίζιο ντε Αζεβέδο (1857-1913), ο Ζούλιο Σεζάρ Ριμπέιρο (1845-1900) και ο Ραούλ Πομπέια (1863-1895). Τέλος, στο κατώφλι του 20oύ αι., ο αφηγηματικός ρεαλισμός καρποφόρησε με τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Αλφόνσο Ενρίκε ντε Λίμα Μπαρέτο (1881-1922), καθώς και με δύο έργα που επρόκειτο να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στους συγγραφείς του αιώνα μας: το Οs sertoes (1902) του Εουκλίδες Ροντρίγκες ντα Κούνια (1866-1909) και το Canaa (1902) του Ζοζέ Περέιρα ντε Γκράσα Αράνια (1868-1931).
Τα ρομαντικά πρότυπα ακολούθησαν μια σταδιακή φθορά που ολοκληρώθηκε κατά τρόπο εμφαντικό τη δεκαετία 1860-70· συμπτώματα ανανέωσης απαντώνται πραγματικά στο έργο του τελευταίου από τους ρομαντικούς, που ήδη αναφέραμε, του Ζοάο ντα Κρουζ ε Σούζα. Όμως οι νέες τάσεις που ήρθαν από την Ευρώπη άνοιξαν νέους δρόμους στο βραζιλιάνικο λογοτεχνικό στερέωμα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1870. Η παρνασσιακή αισθητική, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας της, βοήθησε να ξεπεραστούν οι συναισθηματικές αφέλειες του ρομαντισμού. Η μετρική ευταξία της σχολής αυτής διαφαίνεται σαφής, με θετικά αποτελέσματα στο έργο του Αλμπέρτο ντε Ολιβέιρα (1857-1937) και του Ραϊμούντο Κορέια (1859-1911). Πολύ γρήγορα, όμως, ένας τρίτος μεγαλύτερος ποιητής ήρθε να προστεθεί στους δύο πρώτους: ο Ολάβο Μπίλακ (Ολάβο Μπρας Μαρτίνς ντος Γκιμαράες Μπίλακ, 1865-1918), που δικαιολογημένα θεωρήθηκε ο πρίγκιπας των ποιητών της εποχής του. Από τα νεανικά του σκιρτήματα που φέρουν τον τίτλο Ποιήματα (Ροesias, 1888) μέχρι τη συλλογή Απόγευμα (Τarde, 1919), που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, είναι διάχυτος ένας αισθησιασμός που εκφράζεται με ποιήματα γραμμένα με μοναδικό τρόπο, σπάνια κοσμήματα της ποίησης· μπορεί επίσης να λεχθεί πως ο ποιητής αυτός πραγματευόταν με την ίδια σαφήνεια και διαύγεια τόσο τα θέματα οικουμενικού ενδιαφέροντος όσο και αυτά που είχαν αντικείμενο την ιστορία της Β. Από την ομάδα των νέων ποιητών διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Βινσέντε ντε Καρβάλιο (1866-1924) και ο Αλφόνσους ντε Γκιμαράες (1870-1921), μυστικιστής με αισθησιακές στιγμές. Η ανανεωτική δύναμη της ποίησης είχε απόηχους ακόμα και στη διηγηματογραφία και στο δοκίμιο, όπως φανερώνουν ολοκάθαρα τα γραπτά του μεγαλύτερου δοκιμιογράφου της εποχής, του Ρουί Μπαρμπόζα (1849-1923), καθώς και τα κείμενα των επίσης αξιόλογων Ζοακίμ Ναμπούκο (1849-1910) και Ραϊμούντο ντε Φαρίας Μπρίτο (1862-1917).
Οι ανανεωτές και οι σύγχρονοι λογοτέχνες. Οι πρώτες αψιμαχίες για ανανέωση πραγματοποιήθηκαν στο Σάο Πάολο, με τα έργα του κριτικού, κωμωδιογράφου και ποιητή Ζοζέ Όσβαλντ ντε Σούζα Αντράδε (1890-1954), θαρραλέου οπαδού της λογοτεχνικής πρωτοπορίας· την ίδια μαχητική στάση τήρησε η νεανική λογοτεχνική επιθεώρηση του Ρίο, Οrfeu, που διευθυνόταν από τον Ρόναλντ ντε Καρβάλιο (1893-1935). Όμως, η πιο παταγώδης παρουσίαση των νέων τάσεων έγινε στην Εβδομάδα μοντέρνας τέχνης, που πραγματοποιήθηκε στο Σάο Πάολο τον Φεβρουάριο του 1922, ημερομηνία που πρέπει να θεωρηθεί η αφετηρία της σύγχρονης λογοτεχνίας και τέχνης της Β. Οι εμψυχωτές αυτής της συνάντησης ήταν δύο: ο Μανουέλ Μπαντέιρα (1886-1968) και ο Μάριο ντε Αντράδε (1893-1945). Γεννημένος ποιητής, ο Μάριο ντε Αντράδε αποκάλυψε από τα πρώτα έργα του έναν χαρακτήρα πεσιμιστικό, αλλά ήδη από το 1922, χρονιά που γεννήθηκε η βραζιλιάνικη πρωτοπορία, εξεγέρθηκε ενάντια στην καλλιτεχνική παράδοση. Ευτυχώς, οι πολεμικοί τόνοι έπεσαν με τα χρόνια στην ποίησή του, ακόμα και αν η γλώσσα παρέμεινε στριφνή και οι μεταφορές τολμηρές, σύμφωνα με τα σουρεαλιστικά πρότυπα.
Η ποιητική άνθηση της Β., που παρατηρήθηκε τα τελευταία 60 χρόνια, έχει μεγάλη σημασία και έχει να επιδείξει προσωπικότητες πρώτης γραμμής. Μετά τους δύο δασκάλους, Μπαντέιρα και Ντε Αντράδε, πρέπει να αναφέρουμε πρώτο-πρώτο τον Ζόρζε ντε Λίμα (1893-1953), που καταγόταν από τις βορειοανατολικές περιοχές, των οποίων κατανόησε σε βάθος τα προβλήματα και στις οποίες αφιέρωσε, εκτός των άλλων, και το μυθιστόρημα Calunga (1935). Ο Ντε Λίμα διακρίθηκε κυρίως στην ποίηση. Φίλος, μαθητής και συνεργάτης του υπήρξε και ένας άλλος σημαντικός καθολικός ποιητής, ο Μουρίλο Μέντες (1901-1975), ο οποίος, αφού στρατεύτηκε στις τάξεις του κινήματος της πρωτοπορίας, ενστερνίστηκε κι αυτός τα χριστιανικά διδάγματα και έγραψε ένα Ποίημα στον Χριστό. Άλλοι ποιητές με ισχυρή προσωπικότητα ήταν η Σεσίλια Μεϊρέλες (1901-1964), ο Αουγκούστο Φεντερίκο Σμιτ (1906-1965), ο Ρουί Ριμπέιρο Κόντο (1898-1963) και ο Βινίσιους ντε Μοράες.
Εξίσου σημαντικές, ωστόσο, είναι οι εξελίξεις και οι επιτυχίες της αφηγηματογραφίας, στην οποία η κριτική διακρίνει τέσσερα βασικά ρεύματα: την αφήγηση-ραψωδία με αρχέτυπους χαρακτήρες, το νεονατουραλιστικό καθαρά τοπικιστικό μυθιστόρημα, το ψυχολογικό μυθιστόρημα, επηρεασμένο από τους μεγάλους Ευρωπαίους (Προυστ, Κάφκα, Τζόις) και, τέλος, το πειραματικό μυθιστόρημα, με συχνά ντοστογιεφσκική προβληματική και εξπρεσιονιστική τεχνική.
Ο Ζοζέ Λινς ντο Ρέγκο (1901-1957), που γεννήθηκε στη βορειοανατολική περιοχή, περιέγραψε με ρωμαλέο βερισμό τα τραγικά συμβάντα που διαδραματίζονται στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου, τη δυστυχία των νέγρων και μιγάδων που εργάζονται σε αυτές, τις συχνά αιματηρές κοινωνικές συγκρούσεις, καθώς και όλη την προβληματική που συνδέεται με αυτό τον τόσο τραγικό και βίαιο κόσμο. Από την ίδια περιοχή καταγόταν και ο Γκρασιλιάνο Ράμος (1892-1953), που θεωρείται ο πιο ρωμαλέος αφηγηματογράφος του κινήματος της πρωτοπορίας.
Ο Ζόρζε Αμάδο (1912-2001), γνωστός στην Ελλάδα και ως Χόρχε Αμάντο, είχε έναν προσανατολισμό ολοκληρωτικά κοινωνικό και μια ξεκάθαρη πολιτική στράτευση, γεγονός που σε τελευταία ανάλυση έδρασε περιοριστικά. Ο Έρικο Βερίσιμο (1905-1975) υπήρξε καλλιεργημένος και ευαίσθητος συγγραφέας. Ο χώρος όπου διαδραματίζονται τα μυθιστορήματά του είναι η πόλη και η προβληματική του είναι διαφορετική από την αντίστοιχη των συγγραφέων που τους απασχολούσαν οι αγροτικές περιοχές ή η ημιάνυδρη περιοχή του σερ τάο· οι χαρακτήρες των έργων του είναι θύματα μιας δύσκολης καθημερινότητας και ενός περιβάλλοντος ηθικά ευτελούς και, μολονότι τα εκφραστικά μέσα του συγγραφέα είναι φαινομενικά απλά, υπάρχουν στα έργα του εξαιρετικές ψυχολογικές καταγραφές και πολλή ανθρωπιά. Τέλος, ο Ζοάο Γκιμαράες Ρόζα (1908-1967), που γεννήθηκε στη Μίνας Γκεραΐς, θεωρείται δίκαια ο μεγαλύτερος Βραζιλιάνος πεζογράφος λόγω της προσωπικότητας και του ύφους του. Έγραψε πολυάριθμα διηγήματα, αλλά τη φήμη του την εξασφάλισε με ένα μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, με τίτλο Grande sertao: veredas (1956).
Σε μια ήσσονα κλίμακα, από λογοτεχνική άποψη, αλλά με αποτελέσματα καθόλου αμελητέα, κατατάσσονται ορισμένοι άλλοι συγγραφείς, από τους οποίους αναφέρουμε τον Αντόνιο ντε Αλκάνταρα Μασάδο (1901-1935), τον Ζοζέ Μοντέιρο Λομπάτο (1882-1948), τον Αδελίνο Μαγκαλιάες και τον Ζοζέ Αμέρικο ντε Αλμέιδα, του οποίου το έργο άνοιξε τον δρόμο για πολλούς άλλους συγγραφείς αφιερωμένους στον κοινωνικό προβληματισμό.
Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών πολλοί μυθιστοριογράφοι κατέβαλαν προσπάθειες για να εισαγάγουν το νέο βραζιλιάνικο μυθιστόρημα που εμπνέεται ξεκάθαρα από τη νέα ευρωπαϊκή αφηγηματογραφία και την αντίστοιχη κινηματογραφική τεχνική. Ξεχωρίζουν από αυτή τη γενιά οι Κλαρίσε Λισπέκτορ (1925-1977), Όσμαν Λινς, με αναμφισβήτητο ταλέντο στην αφηγηματογραφία και δραματουργία, Αντόνιας Φίλιο, Αουτράν Ντουράδο και Αριάνο Σαουσούνα.
Στο βραζιλιάνικο λογοτεχνικό στερέωμα υπάρχουν ακόμα συγγραφείς στρατευμένοι όπως ο Αντόνιο Καλάδο, που καλλιεργεί το ιδεολογικό μυθιστόρημα ή ο Ιγκνάσιο ντε Λογιόλα Μπραντάο· ακόμα, η ομάδα των συγκεκριμένων του Σάο Πάολο (Ντέσιο Πιγκνατάρι, Αρόλδο και Αουγκούστο ντε Κάμπος), που προσπαθεί να ανανεώσει το λυρικό περιεχόμενο επεμβαίνοντας ακόμα και σε αυτή την εκτύπωση. Η παραπάνω ομάδα όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τους παραστατικούς, από τους οποίους τους διακρίνει μια μεγαλύτερη επιμέλεια, σε ό,τι αφορά τη γλώσσα. Οι νεοσυγκεκριμένοι, αντίθετα, έχουν μια πολιτική τοποθέτηση ακόμα πιο τονισμένη, και από αυτούς η ομάδα Ρraxis είναι αυτή που φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα, με αρχηγό της τον Μάριο Σάμιο.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη βραζιλιάνικη λογοτεχνία έπαιξε και το δοκίμιο. Το πρώτο όνομα διεθνούς φήμης είναι εκείνο του Ζιλμπέρτο Φρέιρε, του οποίου το βιβλίο Βrasil: an Ιnterpretation (δημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 1945) είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Αρκετά γνωστό, ακόμα και έξω από τη Β., είναι επίσης το όνομα του Ζοζουέ ντε Κάστρο, στον οποίο οφείλονται έργα πολιτικής γεωγραφίας της Β.
Η κριτική της ιστορίας και της λογοτεχνίας έχει να παρουσιάσει προσωπικότητες όπως οι Αουγκούστο Μέιερ, Κασιάνο Ρικάρντο και Ρόναλντ ντε Καρβάλιο· επίσης, στον ίδιο τομέα εργάστηκε και ο Εουζένιο Γκόμες που, μαζί με τον Αουγκούστο Μέιερ, συνέβαλε στην τελειοποίηση της στιλιστικής ανάλυσης· ο Μ. Καβαλκάντι Προένσα (1905-1965) υπήρξε μελετητής της λαϊκής λογοτεχνίας και του φολκλόρ· ξεχωριστής μνείας αξίζει επίσης ο Αστροζίλδο Περέιρα (1890-1965), κριτικός μαρξιστικών τάσεων. Πρέπει επίσης να αναφερθούν ο Κάιο Πράδο Τζούνιορ, ιστορικός μεγάλης αξίας, και ο Άνιμπαλ Μάτος, μελετητής της τέχνης.
Η αναγνώριση, σε ατομικό επίπεδο, μοναδικών προσωπικοτήτων, όπως οι πολιτικά στρατευμένοι Αλφόνσο Ρομάνο ντε Σαντ Άνα και Φερέιρ Γκουλάρ, καθώς και η προτίμηση για υποκειμενικές μορφές ποίησης είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητικού πεδίου στις δεκαετίες 1970-80, τα οποία εξισορροπούνται πάντως από τη γένεση μιας καινούργιας ποίησης που εκφράζεται από νέους συγγραφείς. Η ποίηση αυτή κυκλοφορεί μέσω των εναλλακτικών οδών που προσφέρουν οι μικροί εκδοτικοί οίκοι. Τα έργα τους καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων: από τον φεμινισμό μέχρι την περιθωριοποίηση και από το αστικό περιβάλλον μέχρι την οικολογία. Στις δεκαετίες 1960-70, η πεζογραφία ακολούθησε διάφορες τάσεις, στρεφόμενη λίγο έως πολύ σε πειραματικές κατευθύνσεις και σε μια νέου είδους πολιτική στράτευση, προσανατολιζόμενη σε μορφές που προαναγγέλλουν εκείνες που θα επικρατήσουν στις δεκαετίες 1980-90, κυρίως στο σύντομο διήγημα, βορειοαμερικανικού τύπου (Ζ.Ζ. Βέγκα, Ρομπέρτο Ντρουμόντ, Ιγκνάσιο ντε Λογιόλα Μπραντάο, Νταντόν Τρεβιζιάν, Ιβάν Άντζελο). Ο συγγραφέας, ακόμα και αν είναι μάρτυρας στην άμβλυνση των πολιτικών πιέσεων, από το 1980 και μετά παραμένει στην απομόνωσή του, ξεκαθαρίζει τη γλώσσα, υιοθετεί ένα πιο λιτό στιλ. Αυτή την περίοδο, διακρίνονται οι συγγραφείς των χρονικών (Ρούμπεμ Μπράγκα, Λουίς Φερνάντο Βερίσιμο), ενώ παράλληλα συνεχίζουν το έργο τους πεζογράφοι μακράς πνοής, όπως ο αείμνηστος Ζόρζε Αμάδο, ο Ζέλια Γκατάι, ο Ζοζουέ Μοντέλο, ο Αουτράν Ντουράντο. Στους συγγραφείς αυτούς θα πρέπει, σήμερα, να προστεθούν νέοι ομότεχνοί τους, όπως ο Αντόνιο Ολίντο και ο Ζοάο Ουμπάλντο Ριμπέιρο, επικός συγγραφέας που διακρίνεται για τη ζωντανή γλώσσα που χρησιμοποιεί.Η τέχνη των ιθαγενών. Όπως και στα άλλα κράτη της Νότιας Αμερικής, έτσι και στη Β. υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην προαποικιακή και στην αποικιακή τέχνη. Η προαποικιακή τέχνη είναι πολύ περιορισμένη. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δοχεία που βρέθηκαν στους τάφους του νησιού Μαραζό, στις εκβολές του Αμαζονίου. Η πλούσια διακόσμηση των δοχείων αυτών είναι εγχάρακτη και χρησιμοποιεί παραστάσεις ανθρώπων. Αξιόλογα δείγματα κεραμικής τέχνης βρέθηκαν και στην περιοχή του ποταμού Ταπαζός.
Από την αποικιακή στη βραζιλιάνικη τέχνη. Ελάχιστα είναι τα οικοδομήματα των πρώτων 150 χρόνων της σύγχρονης ιστορίας της Β. που διασώθηκαν από την καταστροφική μανία των πειρατών και την αδιαφορία των Πορτογάλων. Οι εκκλησίες που ιδρύθηκαν από τους αποίκους ήταν πολύ απλές και στην αρχή κατασκευάζονταν από τούβλα που μετά καλύπτονταν με φυτά και αργότερα με πέτρες και ασβέστη. Το σχέδιο βασιζόταν σε δύο τετράγωνους χώρους, έναν μεγάλο για τους πιστούς και έναν άλλο μικρότερο για το πρεσβυτέριο. Πλάι στο πρεσβυτέριο υπήρχε ένας χώρος που χρησίμευε ως σκευοφυλάκιο. Μπροστά από τις πόρτες της εισόδου υπήρχε μια στοά με πέτρινες ή ξύλινες κολόνες όπου στέκονταν οι πιστοί που δεν χωρούσαν να μπουν στην εκκλησία. Χαρακτηριστικό των εκκλησιών αυτών ήταν η αντίθεση του άσπρου χρώματος των ασβεστωμένων τοίχων με τα κεραμίδια και τα πολλά παράθυρα.
Η βραζιλιάνικη αρχιτεκτονική άρχισε να αναπτύσσεται από την εποχή της ανακάλυψης του χρυσού (1696). Στα μέσα του 17ου αι. κατασκευάστηκε η εκκλησία των ιησουιτών του Σαλβαδόρ (1652-72), ο σημερινός καθεδρικός ναός της πόλης, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά έργα της χώρας. Η σημαντικότερη μορφή της βραζιλιάνικης τέχνης της αποικιακής περιόδου είναι ο Αλεϊζαντίνιο, προσωνύμιο του γλύπτη και αρχιτέκτονα Αντόνιο Φρανσίσκο Λισμπόα. Σε ρυθμό μπαρόκ και ροκοκό είναι χτισμένες οι χρυσές εκκλησίες, όπως αυτή του μοναστηριού του Σάο Φρανσίσκο στο Σαλβαδόρ ή η Καπέλα Ντουράδα στη Ρεσίφε ή η Ντα Όρντεμ Τερσέιρα ντο Κάρμο στην Κασοέιρα. Στο εσωτερικό, τοίχοι, άμβωνες και θυσιαστήρια είναι ολόκληρα καλυμμένα από πολύχρωμα και επιχρυσωμένα γλυπτά, φιλοτεχνημένα από μια ολόκληρη στρατιά χαρακτών, χρυσοχόων, ζωγράφων και γλυπτών. Από αυτούς ξεχώρισαν ο περίφημος μιγάδας αρχιτέκτονας και γλύπτης Βαλεντίμ ντα Φονσέκα ε Σίλβα (1750-1813) στο Σάο Μπέντο του Ρίο ντε Τζανέιρο, ο ζωγράφος Καετάνο ντα Κόστα Κοέλιο στην εκκλησία ντα Βενεράβελ Όρντεμ Τερσέιρα ντο Σάο Φρανσίσκο ντα Πενιτένσια, επίσης στο Ρίο, οι οποίοι μαζί με τους Ζοζέ Ζοακίμ ντα Ρόσα (εργάστηκε στο Σαλβαδόρ) και Μανουέλ ντα Κόστα Αταΐδε συμπληρώνουν την εικόνα των καλύτερων ζωγράφων του 18ου αι.
Η σύγχρονη βραζιλιάνικη τέχνη είναι το δεύτερο σημαντικό κεφάλαιο που, όπως και στον 18ο αι., έχει στην πρώτη θέση την αρχιτεκτονική. Το κίνημα της μοντέρνας τέχνης είχε αρχίσει το 1922 στο Σάο Πάολο από τον ορθολογιστή Γκρεγκόρι Ουαρσαβσίκ και τον γαλλικής καταγωγής Λούσιο Κόστα, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να διευθύνει την ομάδα των αρχιτεκτόνων που θα σχεδίαζαν το υπουργείο (Νιμέγερ, Λεάο, Μορέιρα, Ρέιντι και Βασκονσέλος). Ο Κόστα όχι μόνο ενθάρρυνε τον βραζιλιάνικο προσανατολισμό προς τις γαλλικές καλλιτεχνικές τάσεις του 19ου αι., αλλά ώθησε και προς τον ορθολογισμό του μεγάλου Ελβετού καλλιτέχνη Λε Κορμπιζιέ. Σε αυτόν έμειναν πιστοί οι αρχιτέκτονες της επόμενης γενιάς, όπως ο Αμερικανός Ράιτ, ο Γκρόπιους και ο Μιές Βαν ντερ Ρόε. Εάν όμως ο Κόστα θεωρείται ο ιδρυτής της νέας βραζιλιάνικης αρχιτεκτονικής, ο Νιμέγερ μπορεί να θεωρηθεί η πιο ζωντανή, η πιο σημαντική και η πιο γνήσια προσωπικότητα της Λατινικής Αμερικής. Τα έργα του ξεχωρίζουν για το ελικοειδές σχήμα τους και τις τολμηρές παραβολικές στέγες· στοιχεία που μέσα από την πλαστικότητα και τη δυναμικότητα της μορφής κάνουν εμφανή την πρόθεση να ελευθερωθεί το έργο από τον χώρο και όχι να τον αιχμαλωτίσει.
Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην αρχιτεκτονική ήταν το μπετόν αρμέ για την οικοδομή και οι ψηφίδες ή η χρωματιστή μαγιόλικα για την επένδυση των τοίχων.
Στην πρωτοποριακή τέχνη ξεχώρισαν ο Μπάριο και ο Έλιο Οϊτισίκα, ενώ σε ένα παρόμοιο επίπεδο αναζητήσεων δούλεψαν οι Λίζια Πάπε, Σέρζιο Αουγκούστο Πόρτο και Ρεζίνα Βάτερ.
Στη Β. υπάρχει ένα ευρύ κίνημα ζωγράφων ναΐφ, τα έργα των οποίων, πέρα από κάθε στερεότυπο σχήμα, αποτελούν τη γνησιότερη έκφραση του λαϊκού γούστου. Άλλα ονόματα ανάλογων καλλιτεχνών της σύγχρονης τέχνης είναι αυτά των Μαρία Αουσιλιαδόρα, Μιμίνα Ροβέδα, Ζοζέ Αντόνιο ντα Σίλβα, Έιτορ ντος Πράζερες και Ραϊμούντο ντε Ολιβέιρα.
Στον χώρο της αρχιτεκτονικής, πλάι στον Νιμέγερ διακρίθηκαν ο Ζόρζε Μορέιρα και ο Αλφόνσο Ρέιντι, Γάλλος στην καταγωγή, που σπούδασε στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών του Ρίο. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ρέιντι είναι το κτιριακό συγκρότημα του Πεντρεγκούλιο στην περιφέρεια του Ρίο, στο οποίο ο δημιουργός ακολούθησε πιστά τον Λε Κορμπιζιέ. Ο Ρίνο Λέσι, που γεννήθηκε στο Σάο Πάολο και σπούδασε στη Ρώμη, αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο φημισμένα ονόματα της πόλης. Ο αρχιτέκτονας Ε. Μίντλιν έκανε μια ολοκληρωμένη μελέτη πάνω στη σύγχρονη βραζιλιάνικη αρχιτεκτονική και στα έργα του εμφανίζεται κάπως πιο αποδεσμευμένος από τον Λε Κορμπιζιέ, σε αντίθεση με τους αδελφούς Μαρσέλο, Μαουρίζιο και Μίλτον Ρομπέρτο, που έμειναν πολύ προσκολλημένοι σε αυτόν.
Τα δύο σημαντικότερα κέντρα της βραζιλιάνικης αρχιτεκτονικής είναι το Ρίο και το Σάο Πάολο. Το Ρίο παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως στα περίχωρα, όπως στην Γκάβεα και στο Πεντρεγκούλιο (αξιοσημείωτα είναι και το αεροδρόμιο Σάντος Ντιμόντ, των αδελφών Μαρσέλο και Μίλτον Ρομπέρτο, καθώς και το συγκρότημα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης των Α. Ρέιντι και Ρ. Μπούρλε Μαρξ). Το Σάο Πάολο παρουσιάζει, αντίθετα, ενδιαφέρον για την εξέλιξη, την αυτονομία στη μορφή και την απλότητα στο σχέδιο και στο χρώμα.
Μια άλλη λεπτομέρεια που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι η προσοχή που δόθηκε στον συνδυασμό τοπίου και αρχιτεκτονικής δημιουργίας, κυρίως από τον Ρόμπερτ Μπούρλε Μαρξ. Στους κήπους και στα πάρκα, η άγρια φύση και η ορθολογική αρχιτεκτονική συνδυάζονται με έναν εκπληκτικό τρόπο, χάρη στη φαντασία του δημιουργού που ανάμεσα στους δρόμους και στα παγκάκια τοποθέτησε πήλινες ή ψηφιδωτές επιφάνειες με τα ίδια χρώματα της τροπικής χλωρίδας, όπως στον κήπο του Μοντέιρο στην Πετρόπολις (1948) και στον βοτανικό και ζωολογικό κήπο της Μπραζίλια.Στη Β., το θέατρο έκανε την εμφάνισή του με τους ιησουίτες του 16ου αι., οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για διδακτικούς σκοπούς. Τον 17ο αι., θεατρικές παραστάσεις άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στην Μπαΐα, που βασίζονταν στα έργα του Μανουέλ Μποτέλιο ντε Ολιβέιρα (1636-1711), ο οποίος θεωρείται ο πρώτος Βραζιλιάνος κωμωδιογράφος. Συγχρόνως με αυτή τη θεατρική κίνηση στην Μπαΐα, το Ρίο ντε Τζανέιρο χειροκρότησε την πρώτη κωμωδία Η ζωή του μεγάλου Δον Κιχώτη της Μάντσας και του χοντρού Σάντσο Πάντσα (Viada do grande Dom Quixote de la Μancha e do gordo Sancho Ρanca) του Αντόνιο Χοσέ ντα Σίλβα (1705).
Τον 18ο αι., μια θεατρική κίνηση άρχισε να εμφανίζεται και στο Ούρο Πρέτο, όπου οι ποιητές Κλάουντιο Μανουέλ ντα Κόστα (1729-1789) και Ζοζέ Ινάσιο Αλβαρένγκα Πεϊσότο (1744-1793) έγραψαν τα δράματά τους εμπνευσμένοι από τη δύσκολη ζωή των κατοίκων και επηρεασμένοι από τους αισθητικούς νόμους του νεοκλασικισμού.
Το 1808, με την άφιξη της βασιλικής οικογένειας και της πορτογαλικής κυβέρνησης στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η πρωτεύουσα απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα και από πολιτιστική άποψη. Εγκαινιάστηκαν πολλά θέατρα σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά μόνο το 1838 συστάθηκε ο πρώτος βραζιλιάνικος θίασος και ο ποιητής Γκονσάλβες ντε Μαγκαλιάες συνέθεσε γι’ αυτόν το ρομαντικό δράμα Αντόνιο Ζοζέ ή ο Ποιητής και η Ιερά Εξέταση, που εξυμνούσε τον άτυχο κωμωδιογράφο του 18ου αι. Αντόνιο Ζοζέ ντα Σίλβα. Λίγους μήνες μετά την πρώτη αυτή παράσταση, το κοινό δεχόταν με ενθουσιασμό την πρώτη εθνική κωμωδία, με τίτλο Ο ειρηνοδίκης της υπαίθρου του Κάρλος Μαρτίνς Πένα (1815-1848), που ανέβασε στη σκηνή για πρώτη φορά με γνήσιο χιούμορ, απλά πρόσωπα, γεγονότα και έθιμα του τόπου. Μετά τη μεγάλη επιτυχία της πρώτης του κωμωδίας ο Μαρτίνς Πένα έγραψε άλλες είκοσι δύο.
Στα χρόνια της μετάβασης από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό, για το θέατρο –που πέρασε σε δεύτερη μοίρα– δούλεψαν οι λογοτέχνες Ζοακίμ Μανουέλ ντε Μασέδο (1820-1882), Ζοζέ Μ. ντε Αλενκάρ (1829-1877) και Ζοακίμ Μ. Μασάδο ντε Ασίς (1839-1908). Πιο αυθεντικός θεατρικός συγγραφέας υπήρξε ωστόσο ο Ζοακίμ Ζοζέ ντε Φράνσα Τζούνιορ (1838-1890), που μπορεί να θεωρηθεί ο καλύτερος από τους επιγόνους του Μαρτίνς Πένα. Ο Αρτούρ Ν. Γκονσάλβες Μπέλο ντε Αζεβέδο (1855-1908) ήταν άλλος ένας συγγραφέας που δούλεψε πολύ για το θέατρο.
Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε ένας άλλος θεατρικός συγγραφέας, ο Ενρίκε Μασιμιλιάνο Κοέλιο Νέτο (1864-1934), καλός παρατηρητής των εθνικών παραδόσεων. Ο βραζιλιάνικος μοντερνισμός άρχισε γύρω στο 1920-22 με την είσοδο της πρωτοποριακής αισθητικής και ιδιαίτερα του ιταλικού φουτουρισμού και του γαλλικού σουρεαλισμού. Η ανανέωση στο θέατρο άρχισε όμως να γίνεται αισθητή μετά το 1930. Το πρώτο τρομερό παιδί του σύγχρονου βραζιλιάνικου θεάτρου ήταν ο Όσβαλντ ντε Αντράδε (1890-1954), πρωτοποριακός ποιητής και κριτικός. Ο Ζοράσι Καμάργκο (1898-1973) έδωσε στο θέατρο πάνω από πενήντα έργα. Περισσότερο εκκεντρικοί παρουσιάζονται οι συγγραφείς Ραϊμούντο Μαγκαλιάες Τζούνιορ, Ρενάτο Βιάνα (1894-1954), Νέλσον Ροντρίγκες (1902-1973) και Γκιλιέρμε Φιγκεϊρέδο. Ο πιο αναγνωρισμένος Βραζιλιάνος κωμωδιογράφος ήταν ωστόσο ο γιατρός Πέντρο Μπλος, τα έργα του οποίου διακρίνονται για την οξύτητα του διαλόγου και τη γνησιότητα των συμβάντων. Ο Ζόρζε ντε Αντράδε, ο Αριάνο Σαουσούνα, ο Τζανφραντσέσκο Γκουαρνιέρι, ο Ζοάο Καμπράλ ντε Μέλο Νέτο (1920-1999), ο Οδουβάλντο Βιάνα Φίλιο, ο Όσμαν Λινς, ο Φερνάντο Μέλο και ο Βαλμίρ Αγιάλα θεωρούνται οι ικανότεροι εκπρόσωποι του σύγχρονου βραζιλιάνικου θεάτρου.Ο κόσμος υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την άφιξη του κινηματογράφου στην Β. το 1896. Έτσι, άρχισε αμέσως μια εθνική κινηματογραφική παραγωγή που αντλούσε τα θέματά της από τους τοπικούς μύθους. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ήταν Το έγκλημα του Μπανιάος (1913) του Φρανσίσκο Σάντος. Αξιόλογες ταινίες αυτής της δεκαετίας ήταν οι: Ο Guarani (1916) του Βιτόριο Καπελάρο, Vivo ou morto (1915) του Λουίς ντε Μπάρος και Cοmo Deus castiga (1919) του Ζοζέ Μεδίνα. Αργότερα, ενώ στο εξωτερικό καθιερωνόταν ο ομιλών κινηματογράφος, ο βωβός βραζιλιάνικος κινηματογράφος έκανε μεγάλες προόδους με τη δημιουργία των ταινιών Ο χαμένος θησαυρός (Ο tesouro perdido, 1927) και Η συμμορία των κτηνών (Ganga bruta, 1933) του Ουμπέρτο Μάουρο, Η σκλάβα Ιζάουρα (Α escrava Ιsaura, 1929) του Μάρκες Φίλιο, Όριο (1930) του Μάριο Πεϊσότο. Ο ομιλών κινηματογράφος ήρθε στη Β. το 1934, αλλά η κινηματογραφική παραγωγή δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί σωστά, γιατί στην αγορά είχε ήδη επικρατήσει ο αμερικανικός κινηματογράφος. Λίγα είναι τα αξιόλογα φιλμ της περιόδου αυτής: Η πόλη-γυναίκα (Cidade mulher, 1934) και Η ανακάλυψη της Βραζιλίας (Ο descobrimento do Βrasil, 1936) του Μάουρο, Ο γελωτοποιός του βασιλιά (Ο Βobo do rei, 1936) του Μεσκιτίνια, Αγνότητα (Ρureza, 1940) του Ο.Ζ. Μέντες. Σε όλη τη δεκαετία του 1940 η παραγωγή συνέχισε να ακολουθεί μια καθοδική πορεία με πιο αξιόλογες τις ταινίες: Αυλή (Cortico, 1946) του ντε Μπάρος, Η δυσπιστία των μεταλλωρύχων (Ιnconfidencia mineira, 1948) των Μάουρο και Κάρμεν Σάντος, Seztao (1947) του Ζενίλ Βασκονσέλος.
«Ένας βραζιλιάνικος κινηματογράφος για τους Βραζιλιάνους» ήταν το πρόγραμμα με το οποίο ο Αλμπέρτο Καβαλκάντι, επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1949, επιχείρησε την ανανέωση στον χώρο του κινηματογράφου, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ταινιών όπως οι Caicara (1950) του Ιταλού Αντόλφο Τσέλι, Ο στερημένος Σιμόνε (Simao o caolho, 1952) και Το τραγούδι της θάλασσας (Ο canto do mar, 1953) του Καβαλκάντι και η ταινία Ο ληστής (Ο cangaceiro, 1953) του Λίμα Μπαρέτο. Η Columbia Ρictures, που ήταν υπεύθυνη για τη διανομή αυτών των ταινιών, έκανε ό,τι μπορούσε για να πνίξει το ενδιαφέρον των εμπορικών κυκλωμάτων για τον βραζιλιάνικο κινηματογράφο, αναστέλλοντας για λίγο κάθε δραστηριότητα, τόσο που μέχρι τη δεκαετία του 1960 μοναδικό αξιοσημείωτο γεγονός υπήρξε η εμφάνιση στον χώρο του κινηματογράφου του Νέλσον Περέιρα ντος Σάντος, με την ταινία του Ρίο 40 βαθμοί (Rio 40 graus, 1956).
Το 1962, η ταινία Η υπόσχεση (Ο pagador de promessas) του Ανσέλμο Ντουάρτε, που τιμήθηκε στο φεστιβάλ των Κανών, έδωσε νέα ώθηση στη στάσιμη κινηματογραφική παραγωγή. Την επόμενη χρονιά, ο Περέιρα ντος Σάντος πρωτοστάτησε στο κίνημα cinema novo (νέος κινηματογράφος) με την ταινία του Vidas secas. Τότε άρχισαν να εμφανίζονται νέα ταλέντα· η δύναμη του cinema nονο, χάρη στην ακριβή ιστορική συνείδηση με την οποία περιέγραφε τον κόσμο που ζούσε μέσα στη μιζέρια εξαιτίας της μεγάλης δύναμης των φαζεντέρος (γαιοκτημόνων) και της αδιαφορίας των πολιτικών, ήταν απίστευτα μεγάλη. Στην πρώτη γραμμή του ανανεωτικού κινήματος τέθηκε ο Γκλάουμπερ Ρόσα, η δουλειά του οποίου διακόπηκε από την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης της χώρας.
Στο μεταξύ, ο Περέιρα ντος Σάντος πέρασε από τον ξερό νεορεαλισμό των πρώτων του ταινιών στη μαγική ατμόσφαιρα του Τι ωραίος που ήταν ο μικρός μου Γάλλος (Como era gostoso ο meu Frances, 1971), Ο amuleto de Οgum (1975), Τenda dos milagres (1977)· ο Κάρλος Ντιέγκες πραγματεύτηκε ιστορικά θέματα στις ταινίες Γκάνγκα Ζούμπα (Ganga Ζumba, 1963), Η μεγάλη πόλη (Α grande cidade, 1966) και Οι κληρονόμοι (Οs herdeiros, 1969)· ο Πάουλο Σεζάρ Σαρασένι στην ταινία Η πρόκληση (Ο desafio, 1965) σχεδίασε μέσα από τις αβεβαιότητες ενός διανοουμένου το πρόσωπο της γενιάς του.
Από το 1970 και μετά, το cinema novo έχασε το ομοιογενές του πρόσωπο για χάρη των προσωπικών αναζητήσεων. Τότε δημιουργήθηκαν ταινίες ενδιαφέρουσες που είτε επανέφεραν στην επικαιρότητα παλιούς καλλιτέχνες, όπως τον Ντιέγκες, με το Joana Francesa (1973) και το Χica da Silva (1976), είτε καθιέρωσαν νέους δημιουργούς όπως τον Αρνάλντο Ζάμπορ (Τοdα nudez sera castigada, 1972), ή τον Μπρούνο Μπαρέτο, που γνώρισε διεθνή επιτυχία με την ταινία Η ντόνα Φλορ και οι δύο σύζυγοί της (Dona Flor e seus dois maridos, 1976).
Παράλληλα με το cinema novo, που στη διάρκεια της δικτατορίας είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα και να διαλύεται, εμφανίστηκε μια νέα γενιά σκηνοθετών, περιθωριακών βασικά (Ροτζέριο Σκαντζέρλα, Αντρέα Τονάτσι, Κάρλος Ράισενμπαχ), που επιτέθηκε στην προηγούμενη για ακαδημαϊσμό και συμβιβασμό με το κατεστημένο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η κινηματογραφική παραγωγή αυξήθηκε εντυπωσιακά (100 ταινίες τον χρόνο, αριθμός-ρεκόρ για τη Λατινική Αμερική), ενώ με το κλίμα φιλελευθεροποίησης που κυριάρχησε νεότεροι σκηνοθέτες άρχισαν να εκφράζουν τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις τους. Δυστυχώς, στη δεκαετία του 1980, αφενός ο θάνατος ορισμένων σκηνοθετών του νέου κινηματογράφου (Γκλάουμπερ Ρόσα, Λεόν Χίρσμαν, Γιοακίμ Πέδρο ντε Αντράδε), αφετέρου η μεγάλη οικονομική κρίση οδήγησαν τον βραζιλιάνικο κινηματογράφο σε αδιέξοδο. Παρότι εμφανίστηκαν νέοι σκηνοθέτες (Σουζάνα Αμοράλ, Φρανσίσκο Ρομάλχο, Κάρλος Αλμπέρτο Πράτες Κορέια, Λάουρο Εσκορέλ κ.ά.), το αποτέλεσμα, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, ήταν πενιχρό. Ανάμεσα στις λιγοστές εξαιρέσεις, ξεχώρισε το βραβευμένο σε διάφορα φεστιβάλ κοινωνικό δράμα Πισότε, το χαμίνι του Σάο Πάολο (1980) του Έκτορ Μπαμπένκο (σκηνοθέτη που θα συνεχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ, γυρίζοντας ανάμεσα σε άλλες ταινίες και την υποψήφια για Όσκαρ αμερικανοβραζιλιάνικη παραγωγή Το φιλί της γυναίκας αράχνης), Η ώρα του αστεριού της Σουζάνα Αμαράλ, που παρουσίασε με τρυφερότητα και χιούμορ το πορτρέτο μιας νεαρής επαρχιώτισσας που προσπαθεί να επιβιώσει στο Σάο Πάολο, και η εκπληκτική ταινία, και μία από τις πιο σημαντικές που έδωσε τις τελευταίες δεκαετίες ο βραζιλιάνικος κινηματογράφος, Μνήμες της φυλακής (1984) του παλαίμαχου Νέλσον Περέιρα Ντος Σάντος. Από τη δεκαετία του 1990, η οικονομική κρίση, το Χόλιγουντ και οι φτηνές λατινοαμερικανικές τηλεοπτικές σαπουνόπερες έδωσαν τη χαριστική βολή στον βραζιλιάνικο κινηματογράφο, που ορθοποδεί μόνο χάρη σε μεμονωμένες προσπάθειες του ανεξάρτητου κινηματογράφου.Από όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής, η Β. παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον χώρο της μουσικής είτε αυτή είναι παραδοσιακή είτε είναι μοντέρνα. Μεγάλη υπήρξε και η συμβολή των μαύρων και πολύ ενδιαφέρον το λαϊκό ρεπερτόριο πορτογαλικής προέλευσης, που αναμείχθηκε με τα καινούργια τοπικά στοιχεία. Πλάι σε αυτή τη μουσική υπάρχει και η μοντέρνα που καλύπτει διάφορα είδη.
Αυτό που αμέσως εντυπωσιάζει στη μουσική των αυτόχθονων πληθυσμών της αμαζονικο-βραζιλιάνικης περιοχής είναι η αγάπη προς τα μουσικά όργανα που προσλαμβάνει μαγική διάσταση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μουσική των μιγάδων που κατοικούν κυρίως στο εσωτερικό της Β., η οποία εκφράζει τη βραζιλιάνικη αγροτική ψυχή και συγκεντρώνει σε μια σύνθεση στοιχεία αντιφατικά. Αντίθετα από τις άλλες νοτιοαμερικανικές χώρες, όπου οι ομάδες των λευκών αποίκων διατήρησαν τους γνήσιους εκφραστικούς χαρακτήρες της ιβηρικής μουσικής, στη Β. η πορτογαλική μουσική είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Από την τελετουργική μουσική των μαύρων στη σάμπα. Οι ομάδες των πρώην Αφρικανών σκλάβων εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Β., ανάμεσα στην Μπελέμ και στη Ρεσίφε και αποτελούν έναν ομογενή και πολιτιστικά αυτόνομο πληθυσμό. Η μουσική είναι δραστηριότητα μιας ολόκληρης ομάδας με τη συμμετοχή όλων. Η ελαφρά μουσική, παίρνοντας πολλά στοιχεία από την αφροϊβηρική φολκλορική, έδωσε ζωή σε ένα από τα πιο αγαπητά είδη μουσικής. Η επιτυχία της λεγόμενης λάτιν (λατινικής) μουσικής καθόρισε και την τύχη της βραζιλιάνικης μουσικής σε όλο τον κόσμο. Αρκεί να αναφέρουμε τη σάμπα, τον χορευτικό ρυθμό που είναι γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η μουσική όπερας του Γκόμες και το εθνικό στιλ του Βίλα Λόμπος. Η ιστορία της σοβαρής μουσικής στη Β. αρχίζει τον 17ο και 18ο αι. Τα πρώτα θέατρα όπερας δημιουργήθηκαν το 1808. Σιγά-σιγά η μουσική όπερας, που ήδη προϋπήρχε, άρχισε να επιβάλλεται στη συμφωνική μουσική και στη μουσική δωματίου. Ο ρομαντισμός βρήκε τον μουσικό του εκπρόσωπο στο πρόσωπο του Αντόνιο Κάρλος Γκόμες (1836-1896) που έγινε διεθνώς γνωστός. Τον Γκόμες προσέλκυε η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Ιταλία. Με την επιτυχία της όπερας Guarany (που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1870), ο Γκόμες καθιερώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο. Άλλοι Βραζιλιάνοι μουσικοί που υπήρξαν αρκετά δημοφιλείς ήταν οι Μανουέλ Ζοακίμ ντε Μασέδο (πέθανε το 1925), Λεοπόλντο Μίγκες (1850-1902), Ενρίκε Όσβαλντ (1850-1931).
Ο 20ός αι., με τη γένεση της δημοκρατίας, συνοδεύεται και από την εμπέδωση των εθνικών γνωρισμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκαν ο Μπραζίλιο Ιτιμπερέ ντα Κούνια (1848-1913), ο Αλμπέρτο Νεπομουσένο (1864-1920) και ο Φρανσίσκο Μπράγκα (1868-1945), που έγραψαν συμφωνική μουσική και μουσική δωματίου. Ωστόσο, ο Έιτορ Βίλα Λόμπος είναι ο συνθέτης που απέδωσε με ολοκληρωμένο τρόπο τις εθνικιστικές τάσεις της βραζιλιάνικης μουσικής μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου πνεύματος. Ο Βίλα Λόμπος (1887-1958) ανέλαβε να δημιουργήσει μία μουσική γλώσσα ικανή να αξιοποιήσει, με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών εμπειριών, τη βραζιλιάνικη φολκλορική μουσική όχι ως στολίδι αλλά ως δομικό στοιχείο της όλης σύνθεσης. Αυτός άνοιξε τον δρόμο σε μία σειρά από μουσικές, οι οποίες προσπάθησαν να εφαρμόσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ανανεωτικές εμπειρίες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, χωρίς ωστόσο να παραμερίσουν τα χαρακτηριστικά σημεία της μουσικής της χώρας τους.
Η ελαφρά σύγχρονη μουσική. Η ελαφρά σύγχρονη μουσική διανύει σήμερα μία πολύ ευνοϊκή γι’ αυτήν περίοδο και προβλέπεται ότι στο μέλλον θα αντιπροσωπεύει τη μοναδική εναλλακτική λύση της βορειοαμερικανικής μουσικής. Σε κάθε βραζιλιάνικο θέατρο οι καλλιτέχνες εναλλάσσονται για να κάνουν γνωστό στο κοινό το ρεπερτόριό τους. Πιο σημαντικά ονόματα της σύγχρονης βραζιλιάνικης μουσικής είναι οι Καετάνο Βελόζο, Τοκίνιο, Αντόνιο Κάρλος Γιομπίμ, Βινίσιους ντε Μοράες, Ζόρζε Μπεν, Σίκο Μπουάρκε ντε Ολάντα, Κλεμεντίνα ντε Ζέζους, Μίλτον Νασιμέντο, Ζιλμπέρτο Ζιλ και Νέιλ Ματογκρόσο, που κερδίζουν ένα όλο και μεγαλύτερο κοινό καθώς ξέφυγαν από τα στενά όρια μικρών θεάτρων, όπως είναι το Οπινιάο της Κοπακαμπάνα, και έφτασαν να κάνουν διεθνείς περιοδείες. Υπάρχουν και ιδιόρρυθμες ξεχωριστές παρουσίες, όπως ο Τομ Ζε από την Μπαΐα που έγινε διεθνώς γνωστός μόλις στις αρχές του 21ου αι., αν και είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στη δεκαετία του 1960, αλλά έπρεπε να τον ανακαλύψει ένας Βορειοαμερικανός (ο Ντέιβιντ Μπερν, εν προκειμένω) για να γνωρίσει την καταξίωση.Συνήθως γίνεται λόγος για δύο διαφορετικές όψεις της Β.: την παραδοσιακή και τη σύγχρονη· θα ήταν πιο σωστό αν μιλούσαμε για δύο διαφορετικούς ρυθμούς αλλαγών, έναν αργό και έναν γρήγορο. Είναι φανερό ότι η λουζιτανική λογοτεχνία, η οποία αποτέλεσε τη βάση της βραζιλιάνικης κουλτούρας, χρειάστηκε να προσαρμοστεί σε πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους χώρους –το παρθένο δάσος και τη σαβάνα, τα βουνά της Μίνας και τις μεγάλες πεδιάδες του νότου, την παράκτια ζώνη και το σερτάο– που είχαν και διαφορετικούς πολιτισμούς. Ο πληθυσμός αλλάζει και αυτός από τόπο σε τόπο: οι ιθαγενείς είναι συγκεντρωμένοι στον βορρά και στη δύση, οι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων στη βορειοανατολική και νοτιοκεντρική περιοχή και οι Ευρωπαίοι γύρω από το Σάο Πάολο και το Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Μέσα στην ποικιλομορφία τους, όμως, οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στις διάφορες περιοχές παρουσιάζουν και ομοιογένεια χάρη στην κοινή γλώσσα, στην κοινή πίστη σε έναν ιδιόμορφο πορτογαλικό καθολικισμό και στην ύπαρξη κοινών στοιχείων που έχουν τις ρίζες τους στον πολιτισμό των Πορτογάλων αποίκων που είχε τη δύναμη να αφομοιώσει τόσο τις εθνικές ομάδες όσο και τους Αφρικανούς σκλάβους. Τον ρόλο της σε αυτή την ομοιογένεια έπαιξε και η οικογένεια, που έχει την ίδια μορφή σε κάθε σημείο της χώρας και η οποία στα βασικά της σημεία μιμείται την πορτογαλική οικογένεια με τις απαραίτητες βέβαια προσαρμογές σε ένα τροπικό περιβάλλον, που ευνοεί τον ερωτισμό, και σε μία οικονομία που για μεγάλη περίοδο βασιζόταν στη δουλεία, δίνοντας στην πατριαρχία ένα ιδιαίτερο χρώμα που απείχε πολύ από τον ευρωπαϊκό πατερναλισμό.
Η κουλτούρα των ιθαγενών και η συμβολή της στον βραζιλιάνικο πολιτισμό. Στο γενικό πλαίσιο των πολιτισμών που συνυπάρχουν στην Β. ιδιαίτερη θέση κατέχει η Αμαζονία, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μελέτης των πρωτόγονων πληθυσμών που ζουν ακόμα εκεί.
Εκτός από τους ιθαγενείς Πάνος, που ακόμα είναι ελάχιστα γνωστοί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, στην Αμαζονία διακρίνονται τέσσερις μεγάλες οικογένειες: οι Τουπί, οι Αραουάκοι, οι Καρίβες και οι Ζε.
Οι Τουπί ζουν κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στον Ρίο Μαδέιρα και στον Ρίο Τοκαντίνς. Αυτοί, παρότι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Καρίβες που ζουν στα βόρεια του Αμαζονίου, έχουν ωστόσο κοινά έθιμα· την αγάπη για τον πόλεμο, τον θρησκευτικό κανιβαλισμό, τη λατρεία των ιερών διδύμων, τη νάρκωση μέσω του καπνού και τη συμμετοχή του άντρα στον τοκετό της γυναίκας του με έναν παράδοξο τρόπο: αμέσως μόλις γεννηθεί το παιδί ξαπλώνει σε ένα κρεμαστό κρεβάτι σαν να ήταν αυτός που δέχτηκε τους πόνους του τοκετού και υποβάλλεται σε μία αυστηρή δίαιτα μέχρι να επουλωθεί η πληγή στον ομφαλό του νεογέννητου. Οι Αραουάκοι, που ζουν στα νότια της Φλόριντα, στις Αντίλλες και στα βόρεια της Β., είναι ειρηνικοί ιθαγενείς, θαυμάσιοι αγγειοπλάστες και καλοί γεωργοί. Είναι οργανωμένοι σύμφωνα με τον μητριαρχικό τρόπο και η μυθολογία τους στρέφεται γύρω από τη Σελήνη. Όσο για τους Ζε, που ζουν στην περιοχή του ποταμού Τοκαντίνς, τη στιγμή της ανακάλυψης της Β. παρουσίαζαν την όψη μιας βάρβαρης φυλής που ζούσε μόνο με φρούτα και κυνήγι, αγνοούσε εντελώς τη γεωργία και την κεραμική και κατοικούσε στην ύπαιθρο. Η κοινωνική τους οργάνωση, ωστόσο, ήταν από τις πιο πολύπλοκες: οι φυλές τους ήταν διαιρεμένες σε δύο μέρη και ήταν απαγορευμένοι οι γάμοι ανάμεσα στα μέλη της ίδιας ομάδας, που και αυτά με τη σειρά τους χωρίζονταν σε τάξεις, σε ομάδες ηλικίας κλπ.
Χωρίς αμφιβολία, ο εκπολιτισμένος αυτόχθων του σήμερα, ο καμπόκλο, είναι στην ουσία Λουζιτανοβραζιλιάνος, μιλάει τα πορτογαλικά, ενδιαφέρεται για την πολιτική, είναι καθολικός, παίζει ποδόσφαιρο και οι γενικότερες συνήθειές του είναι όμοιες με εκείνες των χωρικών της Β.
Τα αφρικανικά έθιμα. Οι περιοχές που δέχτηκαν περισσότερο την επίδραση του αφρικανικού πολιτισμού είναι αυτές που βρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, όπου καλλιεργείται το ζαχαροκάλαμο και ο καφές, και στο νότιο άκρο της Β. Δίπλα σε μία λευκή Β. όπου υπερισχύουν οι απόγονοι των Ευρωπαίων και σε μία Β. Ινδιάνων, υπάρχει και μία μαύρη Β. που άφησε έντονα τα ίχνη του δικού της πολιτισμού.
Χειροτεχνία. Η πληθώρα των πουλιών στη Β. έδωσε την ευκαιρία στους ιθαγενείς να χρησιμοποιήσουν τα φτερά τους και, βάζοντας τη φαντασία τους, να επιδοθούν σε μία εκπληκτική τέχνη του πούπουλου, κατασκευάζοντας στολίδια για τους ίδιους (σκούφους, διαδήματα, στεφάνια για τους χορούς τους) και για τα σπίτια τους (χαρακτηριστικοί είναι οι πίνακες που μερικές φυλές κατασκεύαζαν με τα πούπουλα). Όπως όμως συνέβη και με άλλες παραδοσιακές συνήθειες, έτσι και αυτή εγκαταλείφθηκε από τους ιθαγενείς που εκπολιτίστηκαν και ασκείται ελάχιστα μόνο από αυτούς που ακόμα δεν άγγιξε ο πολιτισμός.
Η παράδοση των ιθαγενών συνεχίζεται στον τρόπο κατασκευής περιδέραιων και βραχιολιών με μαργαριτάρια, σπόρους και μικρά κόκαλα. Σήμερα βέβαια σε αυτά προστέθηκαν και άλλα υλικά, όπως οι κόκκοι του καφέ ή οι χρωματιστές πέτρες.
Οι Αφρικανοί που ήλθαν στη Β. για να δουλέψουν στις φυτείες δεν έφεραν μαζί τους παρά μόνο την παράδοση του χορού και της μουσικής τους. Αφήνουν, ωστόσο, ελεύθερη τη φαντασία τους όταν κατασκευάζουν τα γλυπτά φυλαχτά τους –και εκεί μπορούμε να πούμε ότι αγγίζουν την τέχνη– τα οποία ωστόσο είναι μεσογειακής και όχι αφρικανικής προέλευσης. Οι Αφρικανοί υιοθέτησαν ως φυλαχτό την κλειστή γροθιά.
Οι Πορτογάλοι με τη σειρά τους έφεραν τη δική τους λαϊκή τέχνη, αλλά η πληθώρα των τοπικών πορτογαλικών εθίμων, που θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει στη Β. μία πραγματική τέχνη ραπτικής, το μινιότο, τη γυναίκα του Αβέιρο, τον βοσκό της Σέρα ντα Εστρέλα, τον χωρικό του Ριμπατέζο κλπ., έχουν εκλείψει από τη Β. Επέζησαν, ωστόσο, κάποιες τεχνικές, όπως το αμάξι με τις δύο ρόδες που το σέρνουν δύο βόδια για τις μεταφορές, ο τρόπος επεξεργασίας του ξύλου, της κατασκευής των σπιτιών, της επεξεργασίας του σιδήρου, της κοσμηματοποιίας και κυρίως της κλωστοϋφαντουργίας.Κατά μήκος της ακτής από το Σάο Λουίς στο Μαρανιάο μέχρι το Πελότας υπάρχουν ακόμη και σήμερα θρησκευτικές εκδηλώσεις που παίρνουν την ονομασία σανγκός στην περιοχή της Ρεσίφε, καντόμπλες στην περιοχή του Σαλβαδόρ, μακούμπας στην περιοχή του Ρίο ντε Τζανέιρο και μπατούκες στην περιοχή του Πόρτο Αλέγκρε. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αφού οι σκλάβοι προέρχονται από διάφορες αφρικανικές περιοχές. Με τον καιρό όμως έγιναν ανταλλαγές θεών, ύμνων και εθίμων, με αποτέλεσμα να μπορούμε σήμερα να αναφερόμαστε στις θρησκείες με μία και μοναδική ονομασία: καντόμπλε.
Η τελετή στην αφρικανική θρησκεία, όπως αυτή υπάρχει στην Β., έχει σκοπό να επικαλεστεί τους θεούς των προγόνων με χορούς, μουσικές και τραγούδια. Καθένας από αυτούς τους θεούς έχει τις δικές του μουσικές νότες, τα δικά του τραγούδια και τα δικά του χορευτικά βήματα. Ο κυριότερος αφρικανικός χορός έχει διάφορα ονόματα (μπατούκε, σάμπα, ζόνγκο, κόκο, λούντου κλπ.) ανάλογα με την περιοχή, και χορεύεται σε παραλλαγές. Τα έθιμα των μαύρων εισέβαλαν τέλος και στις μεγάλες εορταστικές επετείους του τόπου: έτσι, την ημέρα των Θεοφανίων σχηματίζονται εύθυμες παρέες που πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, ζητώντας τροφή και ρακί. Μπροστά τους πηγαίνει ένα ψεύτικο ζώο που το κουβαλούν μικροί νέγροι κρυμμένοι κάτω από αυτό, οι ράνσος. Οι ομάδες αυτές, για να ευχαριστήσουν για τα δώρα που τους έδωσαν, απαγγέλλουν στίχους που αναφέρονται στη μάχη του κυνηγού ή του ψαρά με κάποιο ζώο. Οι ράνσος σήμερα έχουν εξαφανιστεί από τον κύκλο των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων. Ακόμα, οι Αφρικανοί προσέθεσαν στα τέρατα των Πορτογάλων και των ιθαγενών άλλα αφρικανικά, όπως το κιμπούνγκο μπαντού, είδος φόβητρου για τα άτακτα παιδιά.
Το θρησκευτικό συναίσθημα. Ο βραζιλιάνικος καθολικισμός έχει περισσότερο κοινωνικές παρά θρησκευτικές προεκτάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι λιγότερο ειλικρινές και βαθύ το θρησκευτικό συναίσθημα. Κάθε σπίτι στο χωριό, και συχνά και στην πόλη, έχει τον δικό του καθολικό βωμό: ένα τραπέζι σκεπασμένο με λευκό τραπεζομάντιλο με το άγαλμα του προστάτη, όπου ανάβουν κεριά συνήθως κάθε Δευτέρα και την ημέρα της γιορτής. Παλαιότερα, συνήθιζαν να καλύπτουν το πρόσωπο του αγάλματος με ένα πέπλο, όταν κάποιο μέλος της οικογένειας έκανε κάτι άσχημο.
Σε ό,τι αφορά τις γιορτές της καθολικής παράδοσης, υπάρχει κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα στις καθολικές γιορτές που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, και στις γιορτές, θρησκευτικές και αυτές, που γιορτάζονται όποτε ορίζει το ημερολόγιο των γεωργών και είναι κοινές σε ολόκληρη τη χώρα. Κάθε μεγάλη πόλη έχει έναν δικό της κύκλο γιορτών που συνδέεται με τους αγίους των τοπικών εκκλησιών. Τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά, που γιορτάζονται όμοια σχεδόν σε όλη τη χώρα, στα βόρεια και βορειοανατολικά της Β. γιορτάζονται πιο θεαματικά. Εάν υπό τη βορειοαμερικανική επίδραση υιοθετήθηκε η συνήθεια του χριστουγεννιάτικου δέντρου με έναν Άγιο Βασίλη, τα παραδοσιακά Χριστούγεννα γιορτάζονται γύρω από τη φάτνη που καίγεται μετά τα Θεοφάνια. Τη νύχτα των Θεοφανίων θορυβώδεις συντροφιές μασκαρεμένων πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, ζητώντας προσφορές. Ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στη γιορτή του αγίου Ιωάννη, σε μερικές περιοχές υπάρχουν και ενδιάμεσες γιορτές: η Μεγάλη Εβδομάδα που αρχίζει με την Κυριακή των Βαΐων (αφού ο εφημέριος ευλογήσει τα βάγια, δύο ομάδες περιφέρονται στους δρόμους του χωριού μέχρι να συναντηθούν· η διασταύρωση αυτή συμβολίζει τη διασταύρωση του βλέμματος της Παρθένου με του Χριστού, ενώ αυτός κουβαλούσε τον σταυρό του στον Γολγοθά), συνεχίζεται με τη Μεγάλη Παρασκευή και κλείνει με την Κυριακή του Πάσχα, οπότε γίνεται η τελετή της δεύτερης συνάντησης. Η εικόνα του εσταυρωμένου Χριστού μένει στην εκκλησία ολόκληρη την εβδομάδα υπό την επίβλεψη πιστών που φυλάσσουν το νεκρό σώμα του Χριστού. Το Σάββατο που διαβάζεται η διαθήκη του Ιούδα τα παιδιά κρεμούν στα δέντρα σκιάχτρα γεμισμένα με άχυρα και κροτίδες που τις ανάβουν μετά την ανάγνωση του κειμένου. Το κείμενο αυτό, γραμμένο με χιούμορ, προτρέπει να εκφράζονται ελεύθερα οι γνώμες του κόσμου: των παιδιών εναντίον των μεγάλων, των φτωχών εναντίον των πλουσίων, των γεωργών εναντίον των εμπόρων.
Η γιορτή του Τιμίου Σταυρού γιορτάζεται το βράδυ της 2ης προς 3η Μαΐου. Μπροστά στον σταυρό που έχει η κάθε οικογένεια χορεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Η γιορτή αυτή ανοίγει κατά κάποιον τρόπο τον κύκλο των γιορτών του αγίου Ιωάννη. Στη συνέχεια, γιορτάζονται, στις 13 Ιουνίου ο άγιος Αντώνιος, στις 24 Ιουνίου ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και στις 29 Ιουνίου ο άγιος Πέτρος. Οι τρεις αυτές γιορτές γίνονται για την προστασία της συγκομιδής και τη δημιουργία νέων ζευγαριών που την επόμενη χρονιά θα έχουν να δώσουν μία άλλη συγκομιδή.
Η γιορτή του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται έπειτα από αυτήν του αγίου Ιωάννη, είναι η γιορτή της κατανάλωσης και της αναγνώρισης για όσα ο Θεός τούς χάρισε. Κάθε χρόνο, ανάμεσα στους προύχοντες εκλέγεται ο αρχηγός της γιορτής (φεστέιρο) που πρέπει να συγκεντρώνει τα τρόφιμα, να πληρώνει την εκκλησία, να συγκαλεί τους μουσικούς και να οργανώνει τους χορούς. Μία εβδομάδα πριν από τον εορτασμό του Αγίου Πνεύματος, ομάδες μουσικών –οι φόλιας ντο Ντιβίνο– διατρέχουν ολόκληρη την περιοχή με το λάβαρο του Αγίου Πνεύματος (κόκκινο με ένα λευκό περιστέρι), με τα πόδια ή με βάρκα –όπου υπάρχουν ποτάμια–, για να μαζέψουν τρόφιμα που προσφέρει ο κόσμος, τα οποία θα μοιραστούν σε όλους την ημέρα της γιορτής. Συνήθως, οι ποσότητες τροφίμων που συγκεντρώνουν είναι πολύ μεγάλες, αφού οι πιστοί συνηθίζουν να κάνουν τάμα για το είδος της προσφοράς τους αυτή την ημέρα όταν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ή αρρώστιες. Η όλη γιορτή χαρακτηρίζεται από μία ήρεμη λειτουργία, από μία λιτανεία, ένα μεγάλο κοινό γεύμα και τη διανομή τροφίμων στα νοσοκομεία και στις φυλακές.
Το καρναβάλι. Σχετικά νέα είναι η γιορτή του καρναβαλιού, που κάθε χρόνο συγκεντρώνει πλήθος τουριστών από όλο τον κόσμο. Το καρναβάλι είναι ανιμιστική ευρωπαϊκή γιορτή και αφομοιώθηκε από τους μαύρους της Β. που προσέθεσαν τα στοιχεία της δικής τους ειδωλολατρίας. Η γιορτή, με όλους αυτούς που χορεύουν και τραγουδούν στους δρόμους, μοιάζει να είναι μία ευκαιρία για ολοκληρωτική απελευθέρωση για την οποία προετοιμάζονται μήνες. Τις ημέρες αυτές ολόκληρες πόλεις καταλαμβάνονται από ομαδικό παροξυσμό και παραλήρημα. Το λαϊκό αυτό αφρικανικό καρναβάλι, παρά τα πολυτελή κοστούμια όλων των εποχών που το χαρακτηρίζουν, αφήνει αδιάφορη τη μεγαλοαστική τάξη. Δεν υπάρχει ένα, αλλά πολλά καρναβάλια που συγκεντρώνουν όλα τα φολκλορικά στοιχεία των διαφόρων φυλών.
Το καρναβάλι του Ρίο διαρκεί τέσσερις ημέρες και τέσσερις νύχτες, από το μεσημέρι του Σαββάτου που κλείνουν όλα τα καταστήματα, τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, μέχρι το μεσημέρι της Τετάρτης που όλα ξαναπαίρνουν τον κανονικό τους ρυθμό. Πριν όμως αρχίσει το καρναβάλι γίνονται πολλές προετοιμασίες. Οι μαύροι και οι μιγάδες των λαϊκών συνοικιών, των μόρος και των φαβέλας, κατεβαίνουν μαζικά στο κέντρο της πόλης για να καταλάβουν τις εκπληκτικές αβενίδας των πλούσιων συνοικιών, ντυμένοι με ακριβά κοστούμια και χτενισμένοι ανάλογα με την ενδυμασία. Γι’ αυτούς δεν είναι μόνο ένα πανηγύρι, αλλά και μία ευκαιρία να δείξουν τις αξίες των εθνοτήτων τους, να διαδώσουν τα δικά τους χρώματα και να βυθιστούν ξανά σε εκείνη τη μαγική και δαιμονισμένη ατμόσφαιρα που έλκει περισσότερο τις αφρικανικές θεότητες να κατέβουν κοντά στους πιστούς τους. Συνήθως η μουσική και τα όργανα είναι των καντόμπλες, ενώ οι σάμπας επαναλαμβάνουν χορούς περισσότερο θρησκευτικούς. Το ο σάμπα, η σάμπα του Ρίο, είναι αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού των μουσικών και των συντρόφων τους, που σε στιγμές ευφορίας έχουν να μιλήσουν για κοινά πράγματα από την καθημερινή τους ζωή.
Συχνά, τέτοιους ρυθμούς που γεννιούνται αυθόρμητα από πολλούς μαζί τους οικειοποιούνται οι σαμπίστας που τους γράφουν σε δίσκους. Αυτού του είδους η μουσική, καθώς και τα μάρσας που έχουν έναν πιο γρήγορο και εύθυμο ρυθμό, θα κυριαρχήσουν σε ολόκληρο το καρναβάλι, όπου πλήθος από μουσικές μπάντες συνοδεύουν τις παρελάσεις των μεταμφιεσμένων που οργανώνουν οι διάφορες εταιρείες και οι σχολές της σάμπα. Κάθε παρέλαση είναι ένα κορντάο, μία σειρά από μεταμφιεσμένους, που στην πολυτελή στολή τους έχουν προσθέσει και μία παραμορφωτική μάσκα, κινούνται ζωηρά στον ρυθμό της μουσικής, καλώντας τους θεατές να πάρουν μέρος στον ξέφρενο χορό τους. Το ο σάμπα, από τραγούδι γίνεται έτσι μία παντομίμα, δημιουργεί νέα βήματα στον χορό που οι σαμπίστας είχαν μελετήσει από καιρό. Η γιορτή φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν από την Κυριακή το βράδυ αρχίζουν να περνούν τα άρματα μπροστά από τις δημοτικές αρχές και τις επιτροπές. Αυτό διαρκεί μέχρι τα ξημερώματα, γιατί πάνω από πενήντα σχολές, μερικές από τις οποίες είναι πολύ φημισμένες όπως η Πορτέλα, η Μανγκέιρα, η Ιμπέριο Σεράνο, μπορούν να εκθέσουν τις δημιουργίες τους.
Ανάμεσα στα άλλα καρναβάλια, ξεχωρίζει αυτό της Ρεσίφε, με τις οργανωμένες ομάδες, όπως οι καμποκλίνιος, οπλισμένες με βέλη ή στολισμένες με πούπουλα, που χορεύουν ινδιάνικους χορούς, οι μαρακατού που αναπλάθουν εικόνες των αφρικανικών βασιλείων και κατεβαίνουν από τα περίχωρα με τα χάρτινα ζώα τους, τον βασιλιά και τη βασίλισσά τους, τις ντάμες τους που μεταφέρουν την κούκλα-φετίχ και τις άμαξες που περιμένουν να βραβευτούν από μία ειδική επιτροπή.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως αυτού του καρναβαλιού είναι η βαρύτητα που δίνεται στον ατομικό χορό, το φρέβο. Αυτός είναι ένας χορός με πολλά περιθώρια για αυτοσχεδιασμό πάνω στον ρυθμό ενός στρατιωτικού εμβατηρίου και περιλαμβάνει βήματα από το καποέιρα, έναν ιδιαίτερα δύσκολο χορό που για να μπορέσει να τον εκτελέσει ο χορευτής και να μη χάσει την ισορροπία του κρατά μία ανοιχτή ομπρέλα.
Το καρναβάλι που γίνεται στο Σαλβαδόρ έχει τα περισσότερα αφρικανικά στοιχεία: με τα ράνσος, τα οποία σήμερα αντικαταστάθηκαν από τα κλαμπ που έχουν ονομασίες ζώων ή φυτών, με τις βασιλικές αποστολές που κατεβαίνουν από τα καντόμπλες, με τα λάβαρα, τις κούκλες-ρέσαδες και τα ιερά ταμπούρλα.
Στη γιορτή του καρναβαλιού θα μπορούσε να προστεθεί ως νέα γιορτή το ποδόσφαιρο. Πραγματικά, οι μεγάλες ποδοσφαιρικές συναντήσεις που συγκεντρώνουν πλήθος φανατικών, οι οποίοι ξεφωνίζουν, πιάνονται στα χέρια, πετούν άδεια μπουκάλια στον αέρα, αρχίζουν πάντα με μαγικές ιεροτελεστίες. Υπάρχει και ένα άλλο παραδοσιακό παιχνίδι παρόμοιο με το ποδόσφαιρο που παίζεται από τους Τουπί, οι οποίοι γνώριζαν από πολύ παλιά τη λαστιχένια μπάλα, με τη διαφορά ότι δεν πρέπει να αγγίζουν την μπάλα με τα χέρια ή με τα πόδια, αλλά μόνο με το στήθος.Η κουζίνα, όπως και πολλοί άλλοι τομείς στη Β., δέχτηκε πολλές επιδράσεις από άλλους λαούς.
Από το βραζιλιάνικο τραπέζι δεν λείπουν ποτέ το ρύζι και τα φασόλια (φεϊζάο και αρόζ) που είναι πολύ μικρά και σκούρα. Για να γίνουν πιο εύγευστα, πολλές φορές μαγειρεύονται με ξηρό κρέας ή λουκάνικα.
Τα ποτά που συνοδεύουν το γεύμα είναι η μπίρα (σερβέζα) και οι χυμοί από διάφορα φρούτα που πολλές φορές περιέχουν και μία μικρή δόση αλκοόλ. Αυτό που καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας είναι ο καφές.Η Β. δεν είναι μία χώρα μαγευτική μόνο για τις φυσικές της ομορφιές, τα υπέροχα δάση, τις γραφικές πόλεις, τα αρχιτεκτονικά μνημεία της αποικιακής περιόδου και τις παραδοσιακές γιορτές, αλλά και για την ιδιαίτερη εκείνη ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ανθρώπινη ζεστασιά. Από τα λιμάνια του Ρίο ντε Τζανέιρο και της Σάντος περνούν όλα τα πλοία που αποπλέουν από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική με κατεύθυνση το Μπουένος Άιρες. Ακόμα, το Ρίο και το Σάο Πάολο συνδέονται αεροπορικώς με τις κυριότερες πόλεις της Αμερικής και της Ευρώπης (από την Αθήνα, μέσω Μαδρίτης), καθώς και της νότιας Αφρικής. Επίσης, αεροπορικές γραμμές από την Μπελέμ και τη Μανάους συνδέουν το βόρειο τμήμα της χώρας με τη Γουιάνα, τη Βενεζουέλα, την Κολομβία και τις ΗΠΑ, ενώ μία άλλη γραμμή συνδέει τη Ρεσίφε με τη Λισαβόνα. Το οδικό δίκτυο, που γενικά δεν είναι πολύ καλό, συχνά προσφέρεται για το ταξίδι ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις. Για την είσοδο στη χώρα δεν απαιτείται η βίζα, αλλά είναι απαραίτητο το πιστοποιητικό εμβολιασμού κατά της ευλογιάς. Το ταξίδι είναι ευχάριστο στη διάρκεια όλου του χρόνου, αλλά από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο η θερμοκρασία είναι πιο ευχάριστη στο Ρίο και στο Σαλβαδόρ.
Πρώτος σταθμός το Ρίο. Το Ρίο ντε Τζανέιρο είναι μία πόλη όπου άνθρωπος και φύση δημιούργησαν από κοινού μία τόσο γνήσια και ζωντανή ατμόσφαιρα που δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς σε άλλες πόλεις του κόσμου. Το ομορφότερο σημείο της είναι οι γραφικοί κόλποι, οι παραλίες και οι μόρος με τα περίεργα σχήματα, που ξεπετάγονται μέσα από τα θαλάσσια νερά. Τα μέρη που θα έπρεπε να επισκεφθεί κανείς είναι πολλά: το Κορκοβάδο στην πανοραμική κορυφή του οποίου οδηγεί ο δρόμος που περνάει και από το Μιράντε Ντόνα Μάρτα με τη θαυμάσια θέα· την παραλιακή λεωφόρο Αβενίδα Ινφάντε Ντομ Ενρίκε με το πάρκο του Φλαμένκο και τον κόλπο του Μποταφόγκο· το Πάο ντε Ασούκαρ, στο οποίο ανεβαίνει τελεφερίκ από την Πραΐα Βερμέλια· τον βοτανικό κήπο· τη Λαγκόα Ροντρίγκο ντε Φρέιτας· τη φημισμένη παραλία Κοπακαμπάνα με τα λευκά κτίρια που δένουν αρμονικά με την ακτή. Στον κεντρικό πυρήνα της πόλης, τα κτίρια της αποικιακής περιόδου (οι εκκλησίες Σάο Μπέντο ντο Κάρμο, Σάντο Αντόνιο και Σάο Φρανσίσκο, Σάο Ζοζέ ντο Ροζάριο και Μπομ Σουσέσο) συνυπάρχουν με μοντέρνα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα. Από τα πολυάριθμα μουσεία, σημαντικότερο είναι το Μουσείο Καλών Τεχνών και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το στάδιο Μαρακανά είναι το μεγαλύτερο του κόσμου.
Στα περίχωρα της πόλης συνεχίζει το ίδιο τοπίο (το δάσος του Τιζούκα, η Κίντα ντα Μπόα Βίστα, η Άλτο ντα Μπόα Βίστα και η Βίστα Σινέζα, η Εστράδα ντα Γκάβεα, η παράκτια Αβενίδα Νιμέγερ και η Εστράδα ντο Ζοά, η Μπάρα ντα Τιζούκα και οι κοντινές ακρογιαλιές Ικαραΐ, Σάο Φρανσίσκο και Ζουρουζούμπα).
Αξιοθέατα στη γύρω από την πόλη περιοχή αποτελούν το νησί Πακετά, η Πετρόπολις και η Τερεζόπολις καθώς και η πιο μακρινή Νόβα Φριμπούργκο. Στα ανατολικά και στα δυτικά της πόλης υπάρχουν, τέλος, άλλες δύο περιοχές που παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, η Κάμπο Φρίο και η Άνγκρα ντος Ρέις, απ’ όπου ένας νέος παραλιακός δρόμος οδηγεί μέχρι τη Σάντος.
Το Σάο Πάολο και ο νότος. Παρά το μικρό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το Σάο Πάολο με τους ουρανοξύστες στο κέντρο του (το φημισμένο Τριάνγκουλο, δηλαδή τρίγωνο), δεν θα έπρεπε να εξαιρεθεί από το ταξιδιωτικό πρόγραμμα του επισκέπτη. Ανάμεσα στα πολλά μουσεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Μουσείο Τέχνης. Στα περίχωρα της πόλης αξιόλογο είναι το οφιοτροφείο του Ινστιτούτου Μπουταντά, η οικία Ντο Μπαντεϊράντε, ο βοτανικός κήπος, οι λίμνες Σάντο Αμάρο και Ιντερλάγκος καθώς και τα εργοστάσια παραγωγής καφέ κοντά στην Καμπίνας.
Στη Σάντος, που δεν είναι μακριά από το Σάο Πάολο, ενδιαφέρον παρουσιάζει το κέντρο με τα παλαιά κτίρια και τις εκκλησίες, τα υψώματα του Μοντ-Σερά και του Μόρο ντε Σάντα Τερεζίνια καθώς και τα περίχωρα Πραΐα Γκράντε, Σάο Βισέντε, Γκουαρουζά. Συνεχίζοντας κατά μήκος της Κόστα ντ’ Όρο Παουλίστα, μπορεί κανείς να επισκεφθεί την Μπερτιόγκα, το Σάο Σεμπαστιάο, το Καραγκουατατούμπα και το Ουμπατούμπα. Το Σάο Πάολο συνδέεται με το Ρίο αεροπορικώς, σιδηροδρομικώς και οδικώς. Στο ενδιάμεσο της διαδρομής αξίζει μία επίσκεψη στο Ιτατιαΐα (εθνικό πάρκο), όπου εκπλήσσει το αναπάντεχο θέαμα που προσφέρουν τα βουνά με τα δάση κωνοφόρων δέντρων.
Κατεβαίνοντας από το Σάο Πάολο προς τα σύνορα της Ουρουγουάης, συναντά κανείς τη σύγχρονη πόλη Κουριτίμπα, το οινοπαραγωγικό κέντρο Κασιάς ντο Σουλ και το κέντρο της περιοχής των γκάουτσος, το Πόρτο Αλέγκρε. Από το Πόρτο Αλέγκρε μέχρι την Ουρουγουάη το ταξίδι είναι πολύ γραφικό (Ιτανιαέμ, Ιγκουάπε, Κανανέια, Ιταζαΐ, Φλοριανόπολις). Ακόμα δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί μία επίσκεψη στους καταρράκτες του Ρίο Ιγκουασού, που είναι προσιτοί από θάλασσα, από στεριά και από αέρα και στους καταρράκτες του Σέτε Κέδας, στον Ρίο Παρανά, που είναι σχετικά δυσπρόσιτοι.
Μπραζίλια και βορειοανατολική περιοχή. Για μία γρήγορη επίσκεψη στο εσωτερικό της χώρας αρκεί να πάει κανείς από το Ρίο στο Μπέλο Οριζόντε και να κάνει μία περιοδεία τριών ή τεσσάρων ημερών στις πόλεις της Μίνας Γκεραΐς, να συνεχίσει προς την Μπραζίλια και από εκεί με αεροπλάνο στο Σαλβαδόρ, με επιστροφή στο Ρίο, ή από το Σαλβαδόρ να συνεχίσει προς τη Ρεσίφε επιστρέφοντας από εκεί πια στην Ευρώπη.
Η Μπέλο Οριζόντε είναι μία μεγάλη και σύγχρονη πόλη χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκτός από την κηπούπολη Παμπούλια στα περίχωρά της, όπου κατά μήκος μιας όμορφης λίμνης συγκεντρώνονται πλήθος από δημιουργήματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.
Στη Μίνας Γκεραΐς θα πρέπει να επισκεφθεί κανείς την πραγματική πόλη-μουσείο Ούρο Πρέτο (εκκλησίες Νόσα Σενιόρα ντο Πιλάρ, Σάντα Ιφιζένια, Νόσα Σενιόρα ντα Κονσεϊσάο, Νόσα Σενιόρα ντο Ροζάριο, Σάο Φρανσίσκο, Νόσα Σενιόρα Ντας Μερσές· μουσείο των Ινκοφιντέντες και μουσείο Ντα Πράτα) καθώς και τις Κονγκόνιας, Σαμπαρά, Μαριάνα και Σάο Ζοάο ντο Ρέι, μέρη πλούσια σε έργα τέχνης. Το όλο δρομολόγιο θα συμπληρωθεί με μία στάση στα κέντρα Τιραδέντες, Ντιαμαντίνα και Καετέ.
Η Μπραζίλια είναι μία πόλη που πρέπει να επισκεφθεί ο ταξιδιώτης πηγαίνοντας στη Β. και είναι εύκολο να τη γνωρίσει σε μία και μόνο μέρα. Η αρχιτεκτονική της είναι πολύ μοντέρνα και το πολεοδομικό της σχέδιο δίνει στην πόλη φουτουριστική όψη. Η πρωτεύουσα είναι εύκολα προσιτή από όλα τα σημεία της χώρας. Άλλος σταθμός στη Β. είναι το Σαλβαδόρ (στην Μπαΐα), η αρχαία πρωτεύουσα που διατηρεί αγνές τις λαϊκές της παραδόσεις και τα κτίρια της αποικιακής περιόδου, πλάι στα οποία ξεπροβάλλουν οι εκκλησίες με τα χρυσά στολίδια, χτισμένες σε μία τοπική έκδοση του ευρωπαϊκού μπαρόκ. Απαραίτητη είναι μία βόλτα με καραβάκι στον κόλπο καθώς και η επίσκεψη στην ιστορική πόλη Κασοσίρα.
Πρωτεύουσα της βορειοανατολικής περιοχής, η Ρεσίφε συγκεντρώνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στον έξαλλο μοντερνισμό και στη φτώχεια, στους ουρανοξύστες και στα αρχαία κτίρια (Καπέλα Ντουράδα· εκκλησίες του Σάντο Αντόνιο, Σάο Πέντρο, Ντα Κονσεϊσάο Μάντρε ντε Ντέους, γραφική αγορά). Στα περίχωρα της πόλης ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορική περιοχή Ολίντα.
Ένα μεγάλο ταξίδι σε αυτή την πλευρά της Β. περιλαμβάνει επίσης την επίσκεψη σε μερικές ακόμα πόλεις, στο τμήμα από το Ρίο προς τον βορρά: Βιτόρια (μοναστήρι της Νόσα Σενιόρα ντα Πένια)· καταρράκτες του Πάουλο Αφόνσο του Ρίο Σάο Φρανσίσκο· Ζοάο Πεσόα, ιστορική παράκτια πόλη, και η κοντινή Καμπίνα Γκράντε (παζάρι το Σάββατο)· Φορταλέζα, με τις ωραίες παραλίες· Σάο Λουίς, με την πληθώρα των αρχαίων κτιρίων.
Επίσκεψη στην Αμαζονία. Για μία επίσκεψη στην Αμαζονία μπορεί να πάει κανείς με αεροπλάνο στη Μανάους ή να ανεβεί το ποτάμι με πλοίο. Στη διάρκεια του ταξιδιού με πλοίο (που διαρκεί πέντε ημέρες) θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει το τροπικό περιβάλλον και να δει τη ζωή στο ποτάμι. Η Μανάους είναι μία μοντέρνα πόλη, απομονωμένη μέσα σε ένα παρθένο δάσος (μουσείο της τέχνης των ιθαγενών, θέατρο Αμαζόνας, πάρκο στα περίχωρα της πόλης, καταρράκτες του Ταρουμά και του Μιντού, ποτάμιες παραλίες της Πόντα Νέγκρα και της Κακάου Περέιρα). Μεγαλύτερο και λιγότερο άνετο είναι το ταξίδι με πλοίο από εκεί μέχρι το Πόρτο Βέλιο, με αεροπλάνο ή με τρένο.
Οι περιοχές του Μάτο Γκρόσο, της Γκοϊάς, της Παρά, της Αμαζόνας και της Ροραΐμα διασχίζονται μόνο από τους δρόμους που συνδέουν την Μπραζίλια με την Μπελέμ, την Κουιαμπά και το Πόρτο Βέλιο, καθώς και τη Μανάους με την Μπόα Βίστα. Από εκεί περνά και η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Σάο Πάολο με την Κορουμπά.
Ξενοδοχειακές μονάδες. Σε ολόκληρη τη χώρα, από τα πιο απομονωμένα μέχρι τα πιο μεγάλα κέντρα, υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία όλων των κατηγοριών. Στο κεντρικό και στο νότιο τμήμα της χώρας, η κουζίνα είναι ευρωπαϊκή, ενώ στο βόρειο τμήμα της είναι συνήθως τοπική.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, η ελληνική παροικία της Β. αριθμεί περίπου 25.000 άτομα.
Η Βραζιλία εκτός από τις τεράστιες σε μήκος ακτές της, διαθέτει ποταμούς και λιμνοθάλασσες που δίνουν τη δυνατότητα σε όσους αγαπούν την ιστιοπλοΐα να ασχολούνται με αυτή οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Ο υποβρύχιος πλούτος της Βραζιλίας σαγηνεύει τους λάτρεις των καταδύσεων.
Οι Παντανάλες είναι προσωρινές λίμνες στις νότιες εσωτερικές περιοχές.
Τροπικά φρούτα της Βραζιλίας.
Παραλία στην Τζερικοακόαρα με καταγάλανα ήρεμα νερά, φοίνικες και κινούμενους λόφους άμμου.
Αντιπροσωπευτικό της πανίδας της Βραζιλίας είναι το πτηνό τουκάν.
Τροπικός παράδεισος στο αρχιπέλαγος Φερνάντο ντε Νορόνχα.
Η υψηλή αστικοποίηση στη Βραζιλία σχετίζεται με τις δυσκολίες αγροτικής εκμετάλλευσης της ενδοχώρας κατά το παρελθόν.
Ένας δρόμος του Σαλβαδόρ· η βραζιλιάνικη πόλη διατηρεί έντονα το ιδιαίτερο χρώμα που είχε κατά την αποικιακή περίοδο.
Το στάδιο στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, ένα από τα μεγαλύτερα της Αμερικής.
Με την επονομασία «ο Ρέι» (ο βασιλιάς), που του δόθηκε από τους ποδοσφαιρόφιλους για την ικανότητά του στο ντριμπλάρισμα και τα ισχυρά σουτ στα οποία δεν μπορούσαν να αντιδράσουν οι αντίπαλες ομάδες, ο Πελέ έγινε για τη Βραζιλία ένα μυθικό πρόσωπο.
Το καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο, που το χαρακτηρίζει ένα ασυγκράτητο ξέσπασμα λαϊκής ευθυμίας, είναι μία από τις πιο ζωηρές αυθόρμητες εκδηλώσεις του βραζιλιάνικου φολκλόρ (φωτ. Erre).
Στιγμιότυπο από το περίφημο καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Τμήμα από τη σύνθεση του «Γολγοθά» στο εσωτερικό του Σαντουάριο ντο Μπομ Ζέζους ντο Ματοζίνιος στην Κονγκόνιας ντο Κάμπο.
H εκκλησία του Σάο Φρανσίσκο στο Ούρο Πρέτο.
Λεπτομέρεια από την πρόσοψη της εκκλησίας του Σάο Φρανσίσκο στο Σάο Ζοάο ντο Ρέι.
Η διεθνής απήχηση της βραζιλιάνικης μπόσα νόβα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο ενδιαφέρον του κορυφαίου Βορειοαμερικανού σαξοφωνίστα της τζαζ Σταν Γκετς κατά τη δεκαετία του 1950, και στις συνεργασίες του με μεγάλους Βραζιλιάνους μουσικούς, όπως ο Ζοάο Ζιλμπέρτο και ο Αντόνιο Κάρλος Γιομπίμπ.
Η σάμπα, αντιπροσωπευτικός χορευτικός ρυθμός της Βραζαλίας, είναι γνωστή σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σκηνή από την ταινία «Κανγκασέιρο» («Ο ληστής», 1953), που είχε σκηνοθετήσει ο Λίμα Μπαρέτο.
Σκηνή από την ταινία «Η ντόνα Φλορ και οι δύο σύζυγοί της» του Μπρούνο Μπαρέτο.
Η εκκλησία, σε ρυθμό μπαρόκ, των Καρμηλιτών στη Ζοάο Πεσόα της Βραζιλίας, που χρονολογείται από την εποχή του αποικισμού.
Το θέατρο Αμαζόνας στη Μανάους.
Ο άμβωνας της εκκλησίας των Καρμηλιτών στη Σαμπαρά (1872), με παράσταση του Ιησού και της Σαμαρείτιδος, έργο του γλύπτη και αρχιτέκτονα Αντόνιο Φρανθίσκο Λισμπόα.
«Ο νεκρός χωρικός», έργο του Κάντιντο Πορτινάρι, ο οποίος, αφού δέχτηκε τις επιδράσεις πρώτα της ιαπωνικής τέχνης και της ιταλικής ζωγραφικής του 15ου αι. και ύστερα του σουρεαλισμού και του κυβισμού, προσανατολίστηκε σε έργα ρωμαλέας εκφραστικότητας (φωτ. Igda).
Ένα από τα αγάλματα των προφητών στο Σαντουάριο ντο Μπομ Ζέζους ντο Ματοζίνιος στην Κονγκόνιας ντο Κάμπο.
Η πρόσοψη του Σαντουάριο ντο Μπομ Ζέζους ντο Ματοζίνιος στην Κονγκόνιας ντο Κάμπο.
Ο Ζόρζε Αμάδο υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Βραζιλιάνους λογοτέχνες του 20ού αι.
Ο Μανουέλ Αντόνιο ντε Αλμέιδα, συγγραφέας που απεικόνισε ρεαλιστικά στα έργα του τη ζωή της βραζιλιάνικης κοινωνίας.
Μνημείο των «μπαντεϊράντες» στο Σάο Πάολο. Οι «μπαντέφας» (ένοπλες αποστολές) έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξερεύνηση και κατάκτηση του εσωτερικού της Βραζιλίας (φωτ. Sef).
Η αυτοκρατορική οικογένεια το 1889, χρονιά που ο Πέτρος Β’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο.
Οι διαρκείς εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. εξοικείωσαν τους Βραζιλιάνους χωρικούς με τον πόλεμο.
Άποψη της ιησουιτικής ιεραποστολής του Σάο Φιδέλις. Με τον σκοπό να διδάξουν το Ευαγγέλιο στους ιθαγενείς, οι ιησουίτες άρχισαν να μελετούν τις γλώσσες των ιθαγενών, συμβάλλοντας έτσι στη βραζιλιάνικη κουλτούρα μέχρι το 1759 που εκδιώχτηκαν από τη χώρα.
Ο στόλος του Πορτογάλου Πέντρο Αλβάρες Καμπράλ, που ανακάλυψε το 1500 τη Βραζιλία, σε σχεδίασμα από το «Livro das Armadas» (Ακαδημία Επιστημών, Λισαβόνα).
Η Βραζιλία, όπως φαίνεται σε έναν γαλλικό άτλαντα του 1555. Η χώρα, οφείλει το όνομά της σε ένα πλούσιο σε χρωστικές ουσίες φυτό, το «πάου μπραζίλ», που σήμερα έχει εκλείψει.
Εργαζόμενοι στα διυλιστήρια της χώρας σε απεργιακή κινητοποίησή τους με αίτημα την αύξηση του πενιχρού μισθού τους, το 1995.
Τεράστιος και όχι πλήρως αξιοποιημένος είναι ο ορυκτός πλούτος της Βραζιλίας, που από αυτή την άποψη συγκαταλέγεται στις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου. Στη φωτογραφία, αδαμαντωρυχείο στη Μίνας Γκεραΐς (φωτ. Chaffey).
Εργοστάσιο χημικών προϊόντων κοντά στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας (φωτ. Chaffey).
Χαρτονόμισμα του ενός ρεάλ της Βραζιλίας.
Εργοστάσιο αυτοκινήτων στο Σαν Μπερνάρντο ντου Κάμπιο (φωτ. Chaffey).
Γυναίκα της Βραζιλίας στις φυτείες ζαχαροκάλαμου της περιοχής Κάμπος.
Η Βραζιλία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή καφέ στον κόσμο· στη φωτογραφία, συγκομιδή καφέ (φωτ. Andi).
Συλλογή μπανάνας κοντά στη Μανάους· η γεωργία της Βραζιλίας είναι ικανή να εξασφαλίσει στη χώρα την επάρκεια τροφίμων και με τις εξαγωγές της να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Το ψάρεμα στη θάλασσα ασκείται εδώ και χρόνια στις πολιτείες της βορειοανατολικής περιοχής, από τη Σεαρά μέχρι την Μπαΐα, καθώς και κατά μήκος των ακτών, που αποτελούν ευνοούμενο ψαρότοπο και των Ιαπώνων ψαράδων.
Βασική καλλιέργεια της Βραζιλίας είναι ο καφές, που αποτελεί και το πιο σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν.
Η Μπραζίλια δημιουργήθηκε για να μετακινηθεί το πολιτικό κέντρο βάρους της Βραζιλίας προς τις εσωτερικές περιοχές.
Το εσωτερικό μιας καλύβας της φυλής Τορίγιος στη Σέρα ντε Τουμουκουμάκε.
Η Βραζιλία είναι μια πολυφυλετική χώρα, με αξιοθαύμαστη όμως συνύπαρξη των διαφόρων φυλών.
Οι Αμερινδοί αποτελούν τον αρχικό πληθυσμό της Βραζιλίας.
Στην Αμαζονία τα σπίτια είναι φτιαγμένα πάνω σε πασσάλους για να προστατεύονται οι κάτοικοι από τις πλημμύρες. Οι τοίχοι είναι από ψάθα και η στέγη από φύλλα (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας).
Η Βραζιλία έχει πολυάριθμες παράκτιες λιμνοθάλασσες (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας).
Ορεινό τοπίο της Βραζιλίας, που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας).
Κατά μήκος του Αμαζονίου παρατηρούνται οι περισσότερες βροχοπτώσεις σε όλη τη Βραζιλία, που επηρεάζουν το κλίμα και το οικοσύστημα όλων των περιοχών γύρω από αυτόν.
Εντυπωσιακοί σχηματισμοί βράχων σε παραλία της Βραζιλίας.
Κορμός δέντρου πεσμένος σε έναν από τους πολυάριθμους ποταμούς που διαρρέουν την Αμαζονία, αποτελώντας στην πράξη τις μοναδικές οδούς προσπέλασης στην τεράστια αυτή περιοχή που καλύπτεται από το τυπικό ισημερινό δάσος.
Ειδυλλιακό τοπίο σε παραλία της Βραζιλίας (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας).
Άποψη της Φορταλέζα με τις ωραίες παραλίες και τους τεράστιους φοίνικες (φωτ. Πρεσβεία Βραζιλίας).
Φωτογραφία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ του δάσους του Αμαζονίου, στην οποία διακρίνονται οι καπνοί της «αιώνιας φωτιάς» (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Άποψη του Ρίο ντε Τζανέιρο, σημαντικού εμπορικού και βιομηχανικού κέντρου της Βραζιλίας.
Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ. χλμ. Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)
Dictionary of Greek. 2013.